- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνυποκρίνομαι?

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: synypokrinomai 고전 발음: [쉬뉘뽀리노마] 신약 발음: [쉬뉘뽀리노매]

기본형: συνυποκρίνομαι

형태분석: συν (접두사) + ὑποκρίν (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 돕다, 도와주다, 위하다, 붙잡다
  1. to play a part along with, to help, in maintaining

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνυποκρίνομαι

(나는) 돕는다

συνυποκρίνει, συνυποκρίνῃ

(너는) 돕는다

συνυποκρίνεται

(그는) 돕는다

쌍수 συνυποκρίνεσθον

(너희 둘은) 돕는다

συνυποκρίνεσθον

(그 둘은) 돕는다

복수 συνυποκρινόμεθα

(우리는) 돕는다

συνυποκρίνεσθε

(너희는) 돕는다

συνυποκρίνονται

(그들은) 돕는다

접속법단수 συνυποκρίνωμαι

(나는) 돕자

συνυποκρίνῃ

(너는) 돕자

συνυποκρίνηται

(그는) 돕자

쌍수 συνυποκρίνησθον

(너희 둘은) 돕자

συνυποκρίνησθον

(그 둘은) 돕자

복수 συνυποκρινώμεθα

(우리는) 돕자

συνυποκρίνησθε

(너희는) 돕자

συνυποκρίνωνται

(그들은) 돕자

기원법단수 συνυποκρινοίμην

(나는) 돕기를 (바라다)

συνυποκρίνοιο

(너는) 돕기를 (바라다)

συνυποκρίνοιτο

(그는) 돕기를 (바라다)

쌍수 συνυποκρίνοισθον

(너희 둘은) 돕기를 (바라다)

συνυποκρινοίσθην

(그 둘은) 돕기를 (바라다)

복수 συνυποκρινοίμεθα

(우리는) 돕기를 (바라다)

συνυποκρίνοισθε

(너희는) 돕기를 (바라다)

συνυποκρίνοιντο

(그들은) 돕기를 (바라다)

명령법단수 συνυποκρίνου

(너는) 도워라

συνυποκρινέσθω

(그는) 도워라

쌍수 συνυποκρίνεσθον

(너희 둘은) 도워라

συνυποκρινέσθων

(그 둘은) 도워라

복수 συνυποκρίνεσθε

(너희는) 도워라

συνυποκρινέσθων, συνυποκρινέσθωσαν

(그들은) 도워라

부정사 συνυποκρίνεσθαι

돕는 것

분사 남성여성중성
συνυποκρινομενος

συνυποκρινομενου

συνυποκρινομενη

συνυποκρινομενης

συνυποκρινομενον

συνυποκρινομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνυποκρινόμην

(나는) 돕고 있었다

συνυποκρίνου

(너는) 돕고 있었다

συνυποκρίνετο

(그는) 돕고 있었다

쌍수 συνυποκρίνεσθον

(너희 둘은) 돕고 있었다

συνυποκρινέσθην

(그 둘은) 돕고 있었다

복수 συνυποκρινόμεθα

(우리는) 돕고 있었다

συνυποκρίνεσθε

(너희는) 돕고 있었다

συνυποκρίνοντο

(그들은) 돕고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἐν δὲ τῇ Ἀράβων χώρᾳ οὐχ ὡς ἐν κολακείᾳ τοῦτ ἐποίουν, ἀλλὰ κατά τι νόμιμον, βασιλέως παθόντος τι τῶν μελῶν συνυποκρίνεσθαι τὸ ὅμοιον πάθος, ἐπεὶ καὶ γέλοιον νομίζουσιν ἀποθανόντι μὲν αὐτῷ σπουδάζειν συγκατορύττεσθαι, πηρωθέντι δὲ μὴ χαρίζεσθαι τὴν ἴσην δόξαν τοῦ πάθους. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 544)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 544)

유의어

  1. 돕다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION