헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συντεκμαίρομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συντεκμαίρομαι

형태분석: συν (접두사) + τεκμαίρ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 계산하다, 헤아리다, 셈하다
  1. to conjecture from signs or symptoms, to calculate

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντεκμαίρομαι

(나는) 계산한다

συντεκμαίρει, συντεκμαίρῃ

(너는) 계산한다

συντεκμαίρεται

(그는) 계산한다

쌍수 συντεκμαίρεσθον

(너희 둘은) 계산한다

συντεκμαίρεσθον

(그 둘은) 계산한다

복수 συντεκμαιρόμεθα

(우리는) 계산한다

συντεκμαίρεσθε

(너희는) 계산한다

συντεκμαίρονται

(그들은) 계산한다

접속법단수 συντεκμαίρωμαι

(나는) 계산하자

συντεκμαίρῃ

(너는) 계산하자

συντεκμαίρηται

(그는) 계산하자

쌍수 συντεκμαίρησθον

(너희 둘은) 계산하자

συντεκμαίρησθον

(그 둘은) 계산하자

복수 συντεκμαιρώμεθα

(우리는) 계산하자

συντεκμαίρησθε

(너희는) 계산하자

συντεκμαίρωνται

(그들은) 계산하자

기원법단수 συντεκμαιροίμην

(나는) 계산하기를 (바라다)

συντεκμαίροιο

(너는) 계산하기를 (바라다)

συντεκμαίροιτο

(그는) 계산하기를 (바라다)

쌍수 συντεκμαίροισθον

(너희 둘은) 계산하기를 (바라다)

συντεκμαιροίσθην

(그 둘은) 계산하기를 (바라다)

복수 συντεκμαιροίμεθα

(우리는) 계산하기를 (바라다)

συντεκμαίροισθε

(너희는) 계산하기를 (바라다)

συντεκμαίροιντο

(그들은) 계산하기를 (바라다)

명령법단수 συντεκμαίρου

(너는) 계산해라

συντεκμαιρέσθω

(그는) 계산해라

쌍수 συντεκμαίρεσθον

(너희 둘은) 계산해라

συντεκμαιρέσθων

(그 둘은) 계산해라

복수 συντεκμαίρεσθε

(너희는) 계산해라

συντεκμαιρέσθων, συντεκμαιρέσθωσαν

(그들은) 계산해라

부정사 συντεκμαίρεσθαι

계산하는 것

분사 남성여성중성
συντεκμαιρομενος

συντεκμαιρομενου

συντεκμαιρομενη

συντεκμαιρομενης

συντεκμαιρομενον

συντεκμαιρομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνετεκμαιρόμην

(나는) 계산하고 있었다

συνετεκμαίρου

(너는) 계산하고 있었다

συνετεκμαίρετο

(그는) 계산하고 있었다

쌍수 συνετεκμαίρεσθον

(너희 둘은) 계산하고 있었다

συνετεκμαιρέσθην

(그 둘은) 계산하고 있었다

복수 συνετεκμαιρόμεθα

(우리는) 계산하고 있었다

συνετεκμαίρεσθε

(너희는) 계산하고 있었다

συνετεκμαίροντο

(그들은) 계산하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ δὲ λαμβάνουσα ἅμα τε ὠρχεῖτο καὶ ἀνερρίπτει δονουμένουσ συντεκμαιρομένη ὅσον ἔδει ῥιπτεῖν ὕψοσ ὡσ ἐν ῥυθμῷ δέχεσθαι αὐτούσ. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 2 9:2)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 2 9:2)

유의어

  1. 계산하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION