헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνηρεφής

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνηρεφής συνηρεφές

형태분석: συνηρεφη (어간) + ς (어미)

어원: e)re/fw

  1. thickly covered, clouded

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 συνηρεφής

(이)가

συνήρεφες

(것)가

속격 συνηρεφούς

(이)의

συνηρέφους

(것)의

여격 συνηρεφεί

(이)에게

συνηρέφει

(것)에게

대격 συνηρεφή

(이)를

συνήρεφες

(것)를

호격 συνηρεφές

(이)야

συνήρεφες

(것)야

쌍수주/대/호 συνηρεφεί

(이)들이

συνηρέφει

(것)들이

속/여 συνηρεφοίν

(이)들의

συνηρέφοιν

(것)들의

복수주격 συνηρεφείς

(이)들이

συνηρέφη

(것)들이

속격 συνηρεφών

(이)들의

συνηρέφων

(것)들의

여격 συνηρεφέσιν*

(이)들에게

συνηρέφεσιν*

(것)들에게

대격 συνηρεφείς

(이)들을

συνηρέφη

(것)들을

호격 συνηρεφείς

(이)들아

συνηρέφη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν Ἰνδοῖσ τοῖσ Μαχλαίοισ, οἳ τὰ λαιὰ τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ, εἰ κατὰ ῥοῦν αὐτοῦ βλέποισ, ἐπινεμόμενοι μέχρι πρὸσ τὸν Ὠκεανὸν καθήκουσι, παρὰ τούτοισ ἄλσοσ ἐστὶν ἐν περιφράκτῳ, οὐ πάνυ μεγάλῳ χωρίῳ, συνηρεφεῖ δέ· (Lucian, (no name) 6:2)

    (루키아노스, (no name) 6:2)

  • καὶ ἰδοὺ γὰρ ἤδη ἐκφυγόντεσ τὸν ἥλιον ἐν τῷ συνηρεφεῖ ἐσμεν, καὶ καθέδρα μάλα ἡδεῖα καὶ εὔκαιροσ ἐπὶ ψυχροῦ τοῦ λίθου. (Lucian, Anacharsis, (no name) 18:4)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 18:4)

  • "ἐπεὶ δ’ ἐν τῷ συνηρεφεῖ ἦν, τὸ μὲν πρῶτον ὑλαγμὸσ ἐγένετο κυνῶν, κἀγὼ εἴκαζον Μνάσωνα τὸν υἱόν, ὥσπερ εἰώθει παίζειν καὶ κυνηγετεῖν εἰσ τὸ λάσιον μετὰ τῶν ἡλικιωτῶν παρελθόντα. (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 20:2)

    (루키아노스, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 20:2)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION