헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεπιχειρέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεπιχειρέω

형태분석: συν (접두사) + ἐπιχειρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to attack together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπιχείρω

συνεπιχείρεις

συνεπιχείρει

쌍수 συνεπιχείρειτον

συνεπιχείρειτον

복수 συνεπιχείρουμεν

συνεπιχείρειτε

συνεπιχείρουσιν*

접속법단수 συνεπιχείρω

συνεπιχείρῃς

συνεπιχείρῃ

쌍수 συνεπιχείρητον

συνεπιχείρητον

복수 συνεπιχείρωμεν

συνεπιχείρητε

συνεπιχείρωσιν*

기원법단수 συνεπιχείροιμι

συνεπιχείροις

συνεπιχείροι

쌍수 συνεπιχείροιτον

συνεπιχειροίτην

복수 συνεπιχείροιμεν

συνεπιχείροιτε

συνεπιχείροιεν

명령법단수 συνεπιχεῖρει

συνεπιχειρεῖτω

쌍수 συνεπιχείρειτον

συνεπιχειρεῖτων

복수 συνεπιχείρειτε

συνεπιχειροῦντων, συνεπιχειρεῖτωσαν

부정사 συνεπιχείρειν

분사 남성여성중성
συνεπιχειρων

συνεπιχειρουντος

συνεπιχειρουσα

συνεπιχειρουσης

συνεπιχειρουν

συνεπιχειρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπιχείρουμαι

συνεπιχείρει, συνεπιχείρῃ

συνεπιχείρειται

쌍수 συνεπιχείρεισθον

συνεπιχείρεισθον

복수 συνεπιχειροῦμεθα

συνεπιχείρεισθε

συνεπιχείρουνται

접속법단수 συνεπιχείρωμαι

συνεπιχείρῃ

συνεπιχείρηται

쌍수 συνεπιχείρησθον

συνεπιχείρησθον

복수 συνεπιχειρώμεθα

συνεπιχείρησθε

συνεπιχείρωνται

기원법단수 συνεπιχειροίμην

συνεπιχείροιο

συνεπιχείροιτο

쌍수 συνεπιχείροισθον

συνεπιχειροίσθην

복수 συνεπιχειροίμεθα

συνεπιχείροισθε

συνεπιχείροιντο

명령법단수 συνεπιχείρου

συνεπιχειρεῖσθω

쌍수 συνεπιχείρεισθον

συνεπιχειρεῖσθων

복수 συνεπιχείρεισθε

συνεπιχειρεῖσθων, συνεπιχειρεῖσθωσαν

부정사 συνεπιχείρεισθαι

분사 남성여성중성
συνεπιχειρουμενος

συνεπιχειρουμενου

συνεπιχειρουμενη

συνεπιχειρουμενης

συνεπιχειρουμενον

συνεπιχειρουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to attack together

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION