헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεπίσταμαι

동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεπίσταμαι

형태분석:

  1. to be privy to

활용 정보

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ οὐ μὴ φοβηθῷ, ἀλλὰ λαλήσω. οὐ γὰρ οὕτω συνεπίσταμαι. (Septuagint, Liber Iob 9:35)

    (70인역 성경, 욥기 9:35)

  • ἃ ἐγὼ ἐμαυτῷ συνεπίσταμαι, ἃ ὁ ὀφθαλμόσ μου ἑώρακε καὶ οὐκ ἄλλοσ, πάντα δέ μοι συντετέλεσθαι ἐν κόλπῳ. (Septuagint, Liber Iob 19:27)

    (70인역 성경, 욥기 19:27)

  • πάντωσ βούλομαι κατηγορῆσαι τυράννου τινὸσ ἃ συνεπίσταμαι πονηρὰ δράσαντι αὐτῷ παρὰ τὸν βίον. (Lucian, Cataplus, (no name) 23:7)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 23:7)

  • "καίτοι πόσα ἐγὼ συνεπίσταμαι αὐτοῖσ ἃ πράττουσι τῶν νυκτῶν αἰσχρὰ καὶ κατάπτυστα οἱ μεθ’ ἡμέραν σκυθρωποὶ καὶ ἀνδρώδεισ τὸ βλέμμα καὶ τὸ σχῆμα σεμνοὶ καὶ ὑπὸ τῶν ἰδιωτῶν ἀποβλεπόμενοι; (Lucian, Icaromenippus, (no name) 20:9)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 20:9)

  • ἐπεὶ δὲ σαφῶσ αὐτὸν ἔγνωκα, δεινόν μοι δοκεῖ, μᾶλλον δὲ ἀσεβέσ, μὴ εἰπεῖν ἃ συνεπίσταμαι μηδ’ ἀποδοῦναι λόγῳ χάριν, ἔργῳ τὰ μέγιστα εὖ παθών. (Dio, Chrysostom, Orationes, 66:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 66:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION