Ancient Greek-English Dictionary Language

συνεπικουρέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνεπικουρέω συνεπικουρήσω

Structure: συν (Prefix) + ἐπικουρέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to join as an ally, help to relieve

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνεπικούρω συνεπικούρεις συνεπικούρει
Dual συνεπικούρειτον συνεπικούρειτον
Plural συνεπικούρουμεν συνεπικούρειτε συνεπικούρουσιν*
SubjunctiveSingular συνεπικούρω συνεπικούρῃς συνεπικούρῃ
Dual συνεπικούρητον συνεπικούρητον
Plural συνεπικούρωμεν συνεπικούρητε συνεπικούρωσιν*
OptativeSingular συνεπικούροιμι συνεπικούροις συνεπικούροι
Dual συνεπικούροιτον συνεπικουροίτην
Plural συνεπικούροιμεν συνεπικούροιτε συνεπικούροιεν
ImperativeSingular συνεπικοῦρει συνεπικουρεῖτω
Dual συνεπικούρειτον συνεπικουρεῖτων
Plural συνεπικούρειτε συνεπικουροῦντων, συνεπικουρεῖτωσαν
Infinitive συνεπικούρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνεπικουρων συνεπικουρουντος συνεπικουρουσα συνεπικουρουσης συνεπικουρουν συνεπικουρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνεπικούρουμαι συνεπικούρει, συνεπικούρῃ συνεπικούρειται
Dual συνεπικούρεισθον συνεπικούρεισθον
Plural συνεπικουροῦμεθα συνεπικούρεισθε συνεπικούρουνται
SubjunctiveSingular συνεπικούρωμαι συνεπικούρῃ συνεπικούρηται
Dual συνεπικούρησθον συνεπικούρησθον
Plural συνεπικουρώμεθα συνεπικούρησθε συνεπικούρωνται
OptativeSingular συνεπικουροίμην συνεπικούροιο συνεπικούροιτο
Dual συνεπικούροισθον συνεπικουροίσθην
Plural συνεπικουροίμεθα συνεπικούροισθε συνεπικούροιντο
ImperativeSingular συνεπικούρου συνεπικουρεῖσθω
Dual συνεπικούρεισθον συνεπικουρεῖσθων
Plural συνεπικούρεισθε συνεπικουρεῖσθων, συνεπικουρεῖσθωσαν
Infinitive συνεπικούρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνεπικουρουμενος συνεπικουρουμενου συνεπικουρουμενη συνεπικουρουμενης συνεπικουρουμενον συνεπικουρουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνεπικουρήσω συνεπικουρήσεις συνεπικουρήσει
Dual συνεπικουρήσετον συνεπικουρήσετον
Plural συνεπικουρήσομεν συνεπικουρήσετε συνεπικουρήσουσιν*
OptativeSingular συνεπικουρήσοιμι συνεπικουρήσοις συνεπικουρήσοι
Dual συνεπικουρήσοιτον συνεπικουρησοίτην
Plural συνεπικουρήσοιμεν συνεπικουρήσοιτε συνεπικουρήσοιεν
Infinitive συνεπικουρήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνεπικουρησων συνεπικουρησοντος συνεπικουρησουσα συνεπικουρησουσης συνεπικουρησον συνεπικουρησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνεπικουρήσομαι συνεπικουρήσει, συνεπικουρήσῃ συνεπικουρήσεται
Dual συνεπικουρήσεσθον συνεπικουρήσεσθον
Plural συνεπικουρησόμεθα συνεπικουρήσεσθε συνεπικουρήσονται
OptativeSingular συνεπικουρησοίμην συνεπικουρήσοιο συνεπικουρήσοιτο
Dual συνεπικουρήσοισθον συνεπικουρησοίσθην
Plural συνεπικουρησοίμεθα συνεπικουρήσοισθε συνεπικουρήσοιντο
Infinitive συνεπικουρήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνεπικουρησομενος συνεπικουρησομενου συνεπικουρησομενη συνεπικουρησομενης συνεπικουρησομενον συνεπικουρησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to join as an ally

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION