헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεπαγωνίζομαι

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεπαγωνίζομαι συνεπαγωνιοῦμαι

형태분석: συν (접두사) + ἐπ (접두사) + ἀγωνίζ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to join in stirring up a contest besides

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπαγωνίζομαι

συνεπαγωνίζει, συνεπαγωνίζῃ

συνεπαγωνίζεται

쌍수 συνεπαγωνίζεσθον

συνεπαγωνίζεσθον

복수 συνεπαγωνιζόμεθα

συνεπαγωνίζεσθε

συνεπαγωνίζονται

접속법단수 συνεπαγωνίζωμαι

συνεπαγωνίζῃ

συνεπαγωνίζηται

쌍수 συνεπαγωνίζησθον

συνεπαγωνίζησθον

복수 συνεπαγωνιζώμεθα

συνεπαγωνίζησθε

συνεπαγωνίζωνται

기원법단수 συνεπαγωνιζοίμην

συνεπαγωνίζοιο

συνεπαγωνίζοιτο

쌍수 συνεπαγωνίζοισθον

συνεπαγωνιζοίσθην

복수 συνεπαγωνιζοίμεθα

συνεπαγωνίζοισθε

συνεπαγωνίζοιντο

명령법단수 συνεπαγωνίζου

συνεπαγωνιζέσθω

쌍수 συνεπαγωνίζεσθον

συνεπαγωνιζέσθων

복수 συνεπαγωνίζεσθε

συνεπαγωνιζέσθων, συνεπαγωνιζέσθωσαν

부정사 συνεπαγωνίζεσθαι

분사 남성여성중성
συνεπαγωνιζομενος

συνεπαγωνιζομενου

συνεπαγωνιζομενη

συνεπαγωνιζομενης

συνεπαγωνιζομενον

συνεπαγωνιζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ γὰρ ὥσπερ ἐπιμετρούσησ καὶ συνεπαγωνιζομένησ τοῖσ γεγονόσι τῆσ τύχησ, συνέβη μετ’ ὀλίγασ ἡμέρασ, τοῦ φόβου κατέχοντοσ τὴν πόλιν, καὶ τὸν εἰσ τὴν Γαλατίαν στρατηγὸν ἀποσταλέντ’ εἰσ ἐνέδραν ἐμπεσόντα παραδόξωσ ἄρδην ὑπὸ τῶν Κελτῶν διαφθαρῆναι μετὰ τῆσ δυνάμεωσ. (Polybius, Histories, book 3, chapter 118 6:1)

    (폴리비오스, Histories, book 3, chapter 118 6:1)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION