Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδιοικέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνδιοικέω συνδιοικήσω

Structure: συν (Prefix) + διοικέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to administer together with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιοίκω συνδιοίκεις συνδιοίκει
Dual συνδιοίκειτον συνδιοίκειτον
Plural συνδιοίκουμεν συνδιοίκειτε συνδιοίκουσιν*
SubjunctiveSingular συνδιοίκω συνδιοίκῃς συνδιοίκῃ
Dual συνδιοίκητον συνδιοίκητον
Plural συνδιοίκωμεν συνδιοίκητε συνδιοίκωσιν*
OptativeSingular συνδιοίκοιμι συνδιοίκοις συνδιοίκοι
Dual συνδιοίκοιτον συνδιοικοίτην
Plural συνδιοίκοιμεν συνδιοίκοιτε συνδιοίκοιεν
ImperativeSingular συνδιοῖκει συνδιοικεῖτω
Dual συνδιοίκειτον συνδιοικεῖτων
Plural συνδιοίκειτε συνδιοικοῦντων, συνδιοικεῖτωσαν
Infinitive συνδιοίκειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιοικων συνδιοικουντος συνδιοικουσα συνδιοικουσης συνδιοικουν συνδιοικουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιοίκουμαι συνδιοίκει, συνδιοίκῃ συνδιοίκειται
Dual συνδιοίκεισθον συνδιοίκεισθον
Plural συνδιοικοῦμεθα συνδιοίκεισθε συνδιοίκουνται
SubjunctiveSingular συνδιοίκωμαι συνδιοίκῃ συνδιοίκηται
Dual συνδιοίκησθον συνδιοίκησθον
Plural συνδιοικώμεθα συνδιοίκησθε συνδιοίκωνται
OptativeSingular συνδιοικοίμην συνδιοίκοιο συνδιοίκοιτο
Dual συνδιοίκοισθον συνδιοικοίσθην
Plural συνδιοικοίμεθα συνδιοίκοισθε συνδιοίκοιντο
ImperativeSingular συνδιοίκου συνδιοικεῖσθω
Dual συνδιοίκεισθον συνδιοικεῖσθων
Plural συνδιοίκεισθε συνδιοικεῖσθων, συνδιοικεῖσθωσαν
Infinitive συνδιοίκεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιοικουμενος συνδιοικουμενου συνδιοικουμενη συνδιοικουμενης συνδιοικουμενον συνδιοικουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιοικήσω συνδιοικήσεις συνδιοικήσει
Dual συνδιοικήσετον συνδιοικήσετον
Plural συνδιοικήσομεν συνδιοικήσετε συνδιοικήσουσιν*
OptativeSingular συνδιοικήσοιμι συνδιοικήσοις συνδιοικήσοι
Dual συνδιοικήσοιτον συνδιοικησοίτην
Plural συνδιοικήσοιμεν συνδιοικήσοιτε συνδιοικήσοιεν
Infinitive συνδιοικήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιοικησων συνδιοικησοντος συνδιοικησουσα συνδιοικησουσης συνδιοικησον συνδιοικησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιοικήσομαι συνδιοικήσει, συνδιοικήσῃ συνδιοικήσεται
Dual συνδιοικήσεσθον συνδιοικήσεσθον
Plural συνδιοικησόμεθα συνδιοικήσεσθε συνδιοικήσονται
OptativeSingular συνδιοικησοίμην συνδιοικήσοιο συνδιοικήσοιτο
Dual συνδιοικήσοισθον συνδιοικησοίσθην
Plural συνδιοικησοίμεθα συνδιοικήσοισθε συνδιοικήσοιντο
Infinitive συνδιοικήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιοικησομενος συνδιοικησομενου συνδιοικησομενη συνδιοικησομενης συνδιοικησομενον συνδιοικησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • αἰτιασάμενοσ γὰρ Εὐκτήμονα τὰσ ὑμετέρασ ἔχειν εἰσφοράσ, καὶ τοῦτ’ ἐξελέγξειν ἢ παρ’ ἑαυτοῦ καταθήσειν ὑποσχόμενοσ, καταλύσασ ψηφίσματι κληρωτὴν ἀρχὴν ἐπὶ τῇ προφάσει ταύτῃ, ἐπὶ τὴν εἴσπραξιν παρέδυ, καὶ τοῦτον προὐβάλετο, εἰπὼν τὴν τοῦ σώματοσ ἀρρωστίαν, ἵν’, ἔφη, συνδιοικῇ μοι. (Demosthenes, Speeches 21-30, 228:2)

Synonyms

  1. to administer together with

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION