헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνδιαχειμάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνδιαχειμάζω συνδιαχειμάσω

형태분석: συν (접두사) + διαχειμάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be in winter quarters along with or together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαχειμάζω

συνδιαχειμάζεις

συνδιαχειμάζει

쌍수 συνδιαχειμάζετον

συνδιαχειμάζετον

복수 συνδιαχειμάζομεν

συνδιαχειμάζετε

συνδιαχειμάζουσιν*

접속법단수 συνδιαχειμάζω

συνδιαχειμάζῃς

συνδιαχειμάζῃ

쌍수 συνδιαχειμάζητον

συνδιαχειμάζητον

복수 συνδιαχειμάζωμεν

συνδιαχειμάζητε

συνδιαχειμάζωσιν*

기원법단수 συνδιαχειμάζοιμι

συνδιαχειμάζοις

συνδιαχειμάζοι

쌍수 συνδιαχειμάζοιτον

συνδιαχειμαζοίτην

복수 συνδιαχειμάζοιμεν

συνδιαχειμάζοιτε

συνδιαχειμάζοιεν

명령법단수 συνδιαχείμαζε

συνδιαχειμαζέτω

쌍수 συνδιαχειμάζετον

συνδιαχειμαζέτων

복수 συνδιαχειμάζετε

συνδιαχειμαζόντων, συνδιαχειμαζέτωσαν

부정사 συνδιαχειμάζειν

분사 남성여성중성
συνδιαχειμαζων

συνδιαχειμαζοντος

συνδιαχειμαζουσα

συνδιαχειμαζουσης

συνδιαχειμαζον

συνδιαχειμαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαχειμάζομαι

συνδιαχειμάζει, συνδιαχειμάζῃ

συνδιαχειμάζεται

쌍수 συνδιαχειμάζεσθον

συνδιαχειμάζεσθον

복수 συνδιαχειμαζόμεθα

συνδιαχειμάζεσθε

συνδιαχειμάζονται

접속법단수 συνδιαχειμάζωμαι

συνδιαχειμάζῃ

συνδιαχειμάζηται

쌍수 συνδιαχειμάζησθον

συνδιαχειμάζησθον

복수 συνδιαχειμαζώμεθα

συνδιαχειμάζησθε

συνδιαχειμάζωνται

기원법단수 συνδιαχειμαζοίμην

συνδιαχειμάζοιο

συνδιαχειμάζοιτο

쌍수 συνδιαχειμάζοισθον

συνδιαχειμαζοίσθην

복수 συνδιαχειμαζοίμεθα

συνδιαχειμάζοισθε

συνδιαχειμάζοιντο

명령법단수 συνδιαχειμάζου

συνδιαχειμαζέσθω

쌍수 συνδιαχειμάζεσθον

συνδιαχειμαζέσθων

복수 συνδιαχειμάζεσθε

συνδιαχειμαζέσθων, συνδιαχειμαζέσθωσαν

부정사 συνδιαχειμάζεσθαι

분사 남성여성중성
συνδιαχειμαζομενος

συνδιαχειμαζομενου

συνδιαχειμαζομενη

συνδιαχειμαζομενης

συνδιαχειμαζομενον

συνδιαχειμαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαχειμάσω

συνδιαχειμάσεις

συνδιαχειμάσει

쌍수 συνδιαχειμάσετον

συνδιαχειμάσετον

복수 συνδιαχειμάσομεν

συνδιαχειμάσετε

συνδιαχειμάσουσιν*

기원법단수 συνδιαχειμάσοιμι

συνδιαχειμάσοις

συνδιαχειμάσοι

쌍수 συνδιαχειμάσοιτον

συνδιαχειμασοίτην

복수 συνδιαχειμάσοιμεν

συνδιαχειμάσοιτε

συνδιαχειμάσοιεν

부정사 συνδιαχειμάσειν

분사 남성여성중성
συνδιαχειμασων

συνδιαχειμασοντος

συνδιαχειμασουσα

συνδιαχειμασουσης

συνδιαχειμασον

συνδιαχειμασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαχειμάσομαι

συνδιαχειμάσει, συνδιαχειμάσῃ

συνδιαχειμάσεται

쌍수 συνδιαχειμάσεσθον

συνδιαχειμάσεσθον

복수 συνδιαχειμασόμεθα

συνδιαχειμάσεσθε

συνδιαχειμάσονται

기원법단수 συνδιαχειμασοίμην

συνδιαχειμάσοιο

συνδιαχειμάσοιτο

쌍수 συνδιαχειμάσοισθον

συνδιαχειμασοίσθην

복수 συνδιαχειμασοίμεθα

συνδιαχειμάσοισθε

συνδιαχειμάσοιντο

부정사 συνδιαχειμάσεσθαι

분사 남성여성중성
συνδιαχειμασομενος

συνδιαχειμασομενου

συνδιαχειμασομενη

συνδιαχειμασομενης

συνδιαχειμασομενον

συνδιαχειμασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be in winter quarters along with or together

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION