헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνδιαταλαιπωρέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνδιαταλαιπωρέω συνδιαταλαιπωρήσω

형태분석: συνδιαταλαιπωρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to endure hardship with or together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαταλαιπώρω

συνδιαταλαιπώρεις

συνδιαταλαιπώρει

쌍수 συνδιαταλαιπώρειτον

συνδιαταλαιπώρειτον

복수 συνδιαταλαιπώρουμεν

συνδιαταλαιπώρειτε

συνδιαταλαιπώρουσιν*

접속법단수 συνδιαταλαιπώρω

συνδιαταλαιπώρῃς

συνδιαταλαιπώρῃ

쌍수 συνδιαταλαιπώρητον

συνδιαταλαιπώρητον

복수 συνδιαταλαιπώρωμεν

συνδιαταλαιπώρητε

συνδιαταλαιπώρωσιν*

기원법단수 συνδιαταλαιπώροιμι

συνδιαταλαιπώροις

συνδιαταλαιπώροι

쌍수 συνδιαταλαιπώροιτον

συνδιαταλαιπωροίτην

복수 συνδιαταλαιπώροιμεν

συνδιαταλαιπώροιτε

συνδιαταλαιπώροιεν

명령법단수 συνδιαταλαιπῶρει

συνδιαταλαιπωρεῖτω

쌍수 συνδιαταλαιπώρειτον

συνδιαταλαιπωρεῖτων

복수 συνδιαταλαιπώρειτε

συνδιαταλαιπωροῦντων, συνδιαταλαιπωρεῖτωσαν

부정사 συνδιαταλαιπώρειν

분사 남성여성중성
συνδιαταλαιπωρων

συνδιαταλαιπωρουντος

συνδιαταλαιπωρουσα

συνδιαταλαιπωρουσης

συνδιαταλαιπωρουν

συνδιαταλαιπωρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαταλαιπώρουμαι

συνδιαταλαιπώρει, συνδιαταλαιπώρῃ

συνδιαταλαιπώρειται

쌍수 συνδιαταλαιπώρεισθον

συνδιαταλαιπώρεισθον

복수 συνδιαταλαιπωροῦμεθα

συνδιαταλαιπώρεισθε

συνδιαταλαιπώρουνται

접속법단수 συνδιαταλαιπώρωμαι

συνδιαταλαιπώρῃ

συνδιαταλαιπώρηται

쌍수 συνδιαταλαιπώρησθον

συνδιαταλαιπώρησθον

복수 συνδιαταλαιπωρώμεθα

συνδιαταλαιπώρησθε

συνδιαταλαιπώρωνται

기원법단수 συνδιαταλαιπωροίμην

συνδιαταλαιπώροιο

συνδιαταλαιπώροιτο

쌍수 συνδιαταλαιπώροισθον

συνδιαταλαιπωροίσθην

복수 συνδιαταλαιπωροίμεθα

συνδιαταλαιπώροισθε

συνδιαταλαιπώροιντο

명령법단수 συνδιαταλαιπώρου

συνδιαταλαιπωρεῖσθω

쌍수 συνδιαταλαιπώρεισθον

συνδιαταλαιπωρεῖσθων

복수 συνδιαταλαιπώρεισθε

συνδιαταλαιπωρεῖσθων, συνδιαταλαιπωρεῖσθωσαν

부정사 συνδιαταλαιπώρεισθαι

분사 남성여성중성
συνδιαταλαιπωρουμενος

συνδιαταλαιπωρουμενου

συνδιαταλαιπωρουμενη

συνδιαταλαιπωρουμενης

συνδιαταλαιπωρουμενον

συνδιαταλαιπωρουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαταλαιπωρήσω

συνδιαταλαιπωρήσεις

συνδιαταλαιπωρήσει

쌍수 συνδιαταλαιπωρήσετον

συνδιαταλαιπωρήσετον

복수 συνδιαταλαιπωρήσομεν

συνδιαταλαιπωρήσετε

συνδιαταλαιπωρήσουσιν*

기원법단수 συνδιαταλαιπωρήσοιμι

συνδιαταλαιπωρήσοις

συνδιαταλαιπωρήσοι

쌍수 συνδιαταλαιπωρήσοιτον

συνδιαταλαιπωρησοίτην

복수 συνδιαταλαιπωρήσοιμεν

συνδιαταλαιπωρήσοιτε

συνδιαταλαιπωρήσοιεν

부정사 συνδιαταλαιπωρήσειν

분사 남성여성중성
συνδιαταλαιπωρησων

συνδιαταλαιπωρησοντος

συνδιαταλαιπωρησουσα

συνδιαταλαιπωρησουσης

συνδιαταλαιπωρησον

συνδιαταλαιπωρησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαταλαιπωρήσομαι

συνδιαταλαιπωρήσει, συνδιαταλαιπωρήσῃ

συνδιαταλαιπωρήσεται

쌍수 συνδιαταλαιπωρήσεσθον

συνδιαταλαιπωρήσεσθον

복수 συνδιαταλαιπωρησόμεθα

συνδιαταλαιπωρήσεσθε

συνδιαταλαιπωρήσονται

기원법단수 συνδιαταλαιπωρησοίμην

συνδιαταλαιπωρήσοιο

συνδιαταλαιπωρήσοιτο

쌍수 συνδιαταλαιπωρήσοισθον

συνδιαταλαιπωρησοίσθην

복수 συνδιαταλαιπωρησοίμεθα

συνδιαταλαιπωρήσοισθε

συνδιαταλαιπωρήσοιντο

부정사 συνδιαταλαιπωρήσεσθαι

분사 남성여성중성
συνδιαταλαιπωρησομενος

συνδιαταλαιπωρησομενου

συνδιαταλαιπωρησομενη

συνδιαταλαιπωρησομενης

συνδιαταλαιπωρησομενον

συνδιαταλαιπωρησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to endure hardship with or together

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION