헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνδιαπορέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνδιαπορέω συνδιαπορήσω

형태분석: συν (접두사) + διαπορέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to start doubts or questions together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαπόρω

συνδιαπόρεις

συνδιαπόρει

쌍수 συνδιαπόρειτον

συνδιαπόρειτον

복수 συνδιαπόρουμεν

συνδιαπόρειτε

συνδιαπόρουσιν*

접속법단수 συνδιαπόρω

συνδιαπόρῃς

συνδιαπόρῃ

쌍수 συνδιαπόρητον

συνδιαπόρητον

복수 συνδιαπόρωμεν

συνδιαπόρητε

συνδιαπόρωσιν*

기원법단수 συνδιαπόροιμι

συνδιαπόροις

συνδιαπόροι

쌍수 συνδιαπόροιτον

συνδιαποροίτην

복수 συνδιαπόροιμεν

συνδιαπόροιτε

συνδιαπόροιεν

명령법단수 συνδιαπο͂ρει

συνδιαπορεῖτω

쌍수 συνδιαπόρειτον

συνδιαπορεῖτων

복수 συνδιαπόρειτε

συνδιαποροῦντων, συνδιαπορεῖτωσαν

부정사 συνδιαπόρειν

분사 남성여성중성
συνδιαπορων

συνδιαπορουντος

συνδιαπορουσα

συνδιαπορουσης

συνδιαπορουν

συνδιαπορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαπόρουμαι

συνδιαπόρει, συνδιαπόρῃ

συνδιαπόρειται

쌍수 συνδιαπόρεισθον

συνδιαπόρεισθον

복수 συνδιαποροῦμεθα

συνδιαπόρεισθε

συνδιαπόρουνται

접속법단수 συνδιαπόρωμαι

συνδιαπόρῃ

συνδιαπόρηται

쌍수 συνδιαπόρησθον

συνδιαπόρησθον

복수 συνδιαπορώμεθα

συνδιαπόρησθε

συνδιαπόρωνται

기원법단수 συνδιαποροίμην

συνδιαπόροιο

συνδιαπόροιτο

쌍수 συνδιαπόροισθον

συνδιαποροίσθην

복수 συνδιαποροίμεθα

συνδιαπόροισθε

συνδιαπόροιντο

명령법단수 συνδιαπόρου

συνδιαπορεῖσθω

쌍수 συνδιαπόρεισθον

συνδιαπορεῖσθων

복수 συνδιαπόρεισθε

συνδιαπορεῖσθων, συνδιαπορεῖσθωσαν

부정사 συνδιαπόρεισθαι

분사 남성여성중성
συνδιαπορουμενος

συνδιαπορουμενου

συνδιαπορουμενη

συνδιαπορουμενης

συνδιαπορουμενον

συνδιαπορουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαπορήσω

συνδιαπορήσεις

συνδιαπορήσει

쌍수 συνδιαπορήσετον

συνδιαπορήσετον

복수 συνδιαπορήσομεν

συνδιαπορήσετε

συνδιαπορήσουσιν*

기원법단수 συνδιαπορήσοιμι

συνδιαπορήσοις

συνδιαπορήσοι

쌍수 συνδιαπορήσοιτον

συνδιαπορησοίτην

복수 συνδιαπορήσοιμεν

συνδιαπορήσοιτε

συνδιαπορήσοιεν

부정사 συνδιαπορήσειν

분사 남성여성중성
συνδιαπορησων

συνδιαπορησοντος

συνδιαπορησουσα

συνδιαπορησουσης

συνδιαπορησον

συνδιαπορησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαπορήσομαι

συνδιαπορήσει, συνδιαπορήσῃ

συνδιαπορήσεται

쌍수 συνδιαπορήσεσθον

συνδιαπορήσεσθον

복수 συνδιαπορησόμεθα

συνδιαπορήσεσθε

συνδιαπορήσονται

기원법단수 συνδιαπορησοίμην

συνδιαπορήσοιο

συνδιαπορήσοιτο

쌍수 συνδιαπορήσοισθον

συνδιαπορησοίσθην

복수 συνδιαπορησοίμεθα

συνδιαπορήσοισθε

συνδιαπορήσοιντο

부정사 συνδιαπορήσεσθαι

분사 남성여성중성
συνδιαπορησομενος

συνδιαπορησομενου

συνδιαπορησομενη

συνδιαπορησομενης

συνδιαπορησομενον

συνδιαπορησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "σκεπτόμεθα δὴ τὸ τέρασ εἴτε χρηστὸν εἴτε φαῦλόν ἐστι, καὶ συνδιαποροῦμεν τοῖσ μάντεσιν ἀλλὰ σιώπα. (Plutarch, De garrulitate, section 11 1:3)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 11 1:3)

  • "σκεπτόμεθα δὴ τὸ τέρασ εἴτε χρηστὸν εἴτε φαῦλόν ἐστι, καὶ συνδιαποροῦμεν τοῖσ μάντεσιν· (Plutarch, De garrulitate, section 11 2:4)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 11 2:4)

유의어

  1. to start doubts or questions together

    • διαπορέω (to raise an a)pori/a, start a difficulty, to be matter of doubt or question)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION