Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδιακομίζομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: συνδιακομίζομαι

Structure: συνδιακομίζ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to cross over together

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιακομίζομαι συνδιακομίζει, συνδιακομίζῃ συνδιακομίζεται
Dual συνδιακομίζεσθον συνδιακομίζεσθον
Plural συνδιακομιζόμεθα συνδιακομίζεσθε συνδιακομίζονται
SubjunctiveSingular συνδιακομίζωμαι συνδιακομίζῃ συνδιακομίζηται
Dual συνδιακομίζησθον συνδιακομίζησθον
Plural συνδιακομιζώμεθα συνδιακομίζησθε συνδιακομίζωνται
OptativeSingular συνδιακομιζοίμην συνδιακομίζοιο συνδιακομίζοιτο
Dual συνδιακομίζοισθον συνδιακομιζοίσθην
Plural συνδιακομιζοίμεθα συνδιακομίζοισθε συνδιακομίζοιντο
ImperativeSingular συνδιακομίζου συνδιακομιζέσθω
Dual συνδιακομίζεσθον συνδιακομιζέσθων
Plural συνδιακομίζεσθε συνδιακομιζέσθων, συνδιακομιζέσθωσαν
Infinitive συνδιακομίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιακομιζομενος συνδιακομιζομενου συνδιακομιζομενη συνδιακομιζομενης συνδιακομιζομενον συνδιακομιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • κατὰ δὲ τὰσ πρύμνασ τῶν λέμβων ἐφέλκειν διενοοῦντο τοὺσ ἵππουσ νέοντασ, τρεῖσ ἅμα καὶ τέτταρασ τοῖσ ἀγωγεῦσιν ἑνὸσ ἀνδρὸσ ἐξ ἑκατέρου τοῦ μέρουσ τῆσ πρύμνησ οἰακίζοντοσ, ὥστε πλῆθοσ ἱκανὸν ἵππων συνδιακομίζεσθαι κατὰ τὴν πρώτην εὐθέωσ διάβασιν. (Polybius, Histories, book 3, chapter 43 4:1)

Synonyms

  1. to cross over together

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION