Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδιακινδυνεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνδιακινδυνεύω συνδιακινδυνεύσω

Structure: συν (Prefix) + διακινδυνεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to share in danger

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιακινδυνεύω συνδιακινδυνεύεις συνδιακινδυνεύει
Dual συνδιακινδυνεύετον συνδιακινδυνεύετον
Plural συνδιακινδυνεύομεν συνδιακινδυνεύετε συνδιακινδυνεύουσιν*
SubjunctiveSingular συνδιακινδυνεύω συνδιακινδυνεύῃς συνδιακινδυνεύῃ
Dual συνδιακινδυνεύητον συνδιακινδυνεύητον
Plural συνδιακινδυνεύωμεν συνδιακινδυνεύητε συνδιακινδυνεύωσιν*
OptativeSingular συνδιακινδυνεύοιμι συνδιακινδυνεύοις συνδιακινδυνεύοι
Dual συνδιακινδυνεύοιτον συνδιακινδυνευοίτην
Plural συνδιακινδυνεύοιμεν συνδιακινδυνεύοιτε συνδιακινδυνεύοιεν
ImperativeSingular συνδιακινδύνευε συνδιακινδυνευέτω
Dual συνδιακινδυνεύετον συνδιακινδυνευέτων
Plural συνδιακινδυνεύετε συνδιακινδυνευόντων, συνδιακινδυνευέτωσαν
Infinitive συνδιακινδυνεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιακινδυνευων συνδιακινδυνευοντος συνδιακινδυνευουσα συνδιακινδυνευουσης συνδιακινδυνευον συνδιακινδυνευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιακινδυνεύομαι συνδιακινδυνεύει, συνδιακινδυνεύῃ συνδιακινδυνεύεται
Dual συνδιακινδυνεύεσθον συνδιακινδυνεύεσθον
Plural συνδιακινδυνευόμεθα συνδιακινδυνεύεσθε συνδιακινδυνεύονται
SubjunctiveSingular συνδιακινδυνεύωμαι συνδιακινδυνεύῃ συνδιακινδυνεύηται
Dual συνδιακινδυνεύησθον συνδιακινδυνεύησθον
Plural συνδιακινδυνευώμεθα συνδιακινδυνεύησθε συνδιακινδυνεύωνται
OptativeSingular συνδιακινδυνευοίμην συνδιακινδυνεύοιο συνδιακινδυνεύοιτο
Dual συνδιακινδυνεύοισθον συνδιακινδυνευοίσθην
Plural συνδιακινδυνευοίμεθα συνδιακινδυνεύοισθε συνδιακινδυνεύοιντο
ImperativeSingular συνδιακινδυνεύου συνδιακινδυνευέσθω
Dual συνδιακινδυνεύεσθον συνδιακινδυνευέσθων
Plural συνδιακινδυνεύεσθε συνδιακινδυνευέσθων, συνδιακινδυνευέσθωσαν
Infinitive συνδιακινδυνεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιακινδυνευομενος συνδιακινδυνευομενου συνδιακινδυνευομενη συνδιακινδυνευομενης συνδιακινδυνευομενον συνδιακινδυνευομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιακινδυνεύσω συνδιακινδυνεύσεις συνδιακινδυνεύσει
Dual συνδιακινδυνεύσετον συνδιακινδυνεύσετον
Plural συνδιακινδυνεύσομεν συνδιακινδυνεύσετε συνδιακινδυνεύσουσιν*
OptativeSingular συνδιακινδυνεύσοιμι συνδιακινδυνεύσοις συνδιακινδυνεύσοι
Dual συνδιακινδυνεύσοιτον συνδιακινδυνευσοίτην
Plural συνδιακινδυνεύσοιμεν συνδιακινδυνεύσοιτε συνδιακινδυνεύσοιεν
Infinitive συνδιακινδυνεύσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιακινδυνευσων συνδιακινδυνευσοντος συνδιακινδυνευσουσα συνδιακινδυνευσουσης συνδιακινδυνευσον συνδιακινδυνευσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιακινδυνεύσομαι συνδιακινδυνεύσει, συνδιακινδυνεύσῃ συνδιακινδυνεύσεται
Dual συνδιακινδυνεύσεσθον συνδιακινδυνεύσεσθον
Plural συνδιακινδυνευσόμεθα συνδιακινδυνεύσεσθε συνδιακινδυνεύσονται
OptativeSingular συνδιακινδυνευσοίμην συνδιακινδυνεύσοιο συνδιακινδυνεύσοιτο
Dual συνδιακινδυνεύσοισθον συνδιακινδυνευσοίσθην
Plural συνδιακινδυνευσοίμεθα συνδιακινδυνεύσοισθε συνδιακινδυνεύσοιντο
Infinitive συνδιακινδυνεύσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιακινδυνευσομενος συνδιακινδυνευσομενου συνδιακινδυνευσομενη συνδιακινδυνευσομενης συνδιακινδυνευσομενον συνδιακινδυνευσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ταύτῃ καὶ μᾶλλον τὴν γνώμην πλεῖστοσ εἰμί, Λεωνίδην, ἐπείτε ᾔσθετο τοὺσ συμμάχουσ ἐόντασ ἀπροθύμουσ καὶ οὐκ ἐθέλοντασ συνδιακινδυνεύειν, κελεῦσαι σφέασ ἀπαλλάσσεσθαι, αὐτῷ δὲ ἀπιέναι οὐ καλῶσ ἔχειν· (Herodotus, The Histories, book 7, chapter 220 3:1)

Synonyms

  1. to share in danger

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION