Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδιαφθείρομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: συνδιαφθείρομαι

Structure: συνδιαφθείρ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to perish along with

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιαφθείρομαι συνδιαφθείρει, συνδιαφθείρῃ συνδιαφθείρεται
Dual συνδιαφθείρεσθον συνδιαφθείρεσθον
Plural συνδιαφθειρόμεθα συνδιαφθείρεσθε συνδιαφθείρονται
SubjunctiveSingular συνδιαφθείρωμαι συνδιαφθείρῃ συνδιαφθείρηται
Dual συνδιαφθείρησθον συνδιαφθείρησθον
Plural συνδιαφθειρώμεθα συνδιαφθείρησθε συνδιαφθείρωνται
OptativeSingular συνδιαφθειροίμην συνδιαφθείροιο συνδιαφθείροιτο
Dual συνδιαφθείροισθον συνδιαφθειροίσθην
Plural συνδιαφθειροίμεθα συνδιαφθείροισθε συνδιαφθείροιντο
ImperativeSingular συνδιαφθείρου συνδιαφθειρέσθω
Dual συνδιαφθείρεσθον συνδιαφθειρέσθων
Plural συνδιαφθείρεσθε συνδιαφθειρέσθων, συνδιαφθειρέσθωσαν
Infinitive συνδιαφθείρεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιαφθειρομενος συνδιαφθειρομενου συνδιαφθειρομενη συνδιαφθειρομενης συνδιαφθειρομενον συνδιαφθειρομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to perish along with

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION