헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνδεκάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνδεκάζω συνδεκάσω

형태분석: συν (접두사) + δεκάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to bribe all together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδεκάζω

συνδεκάζεις

συνδεκάζει

쌍수 συνδεκάζετον

συνδεκάζετον

복수 συνδεκάζομεν

συνδεκάζετε

συνδεκάζουσιν*

접속법단수 συνδεκάζω

συνδεκάζῃς

συνδεκάζῃ

쌍수 συνδεκάζητον

συνδεκάζητον

복수 συνδεκάζωμεν

συνδεκάζητε

συνδεκάζωσιν*

기원법단수 συνδεκάζοιμι

συνδεκάζοις

συνδεκάζοι

쌍수 συνδεκάζοιτον

συνδεκαζοίτην

복수 συνδεκάζοιμεν

συνδεκάζοιτε

συνδεκάζοιεν

명령법단수 συνδέκαζε

συνδεκαζέτω

쌍수 συνδεκάζετον

συνδεκαζέτων

복수 συνδεκάζετε

συνδεκαζόντων, συνδεκαζέτωσαν

부정사 συνδεκάζειν

분사 남성여성중성
συνδεκαζων

συνδεκαζοντος

συνδεκαζουσα

συνδεκαζουσης

συνδεκαζον

συνδεκαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδεκάζομαι

συνδεκάζει, συνδεκάζῃ

συνδεκάζεται

쌍수 συνδεκάζεσθον

συνδεκάζεσθον

복수 συνδεκαζόμεθα

συνδεκάζεσθε

συνδεκάζονται

접속법단수 συνδεκάζωμαι

συνδεκάζῃ

συνδεκάζηται

쌍수 συνδεκάζησθον

συνδεκάζησθον

복수 συνδεκαζώμεθα

συνδεκάζησθε

συνδεκάζωνται

기원법단수 συνδεκαζοίμην

συνδεκάζοιο

συνδεκάζοιτο

쌍수 συνδεκάζοισθον

συνδεκαζοίσθην

복수 συνδεκαζοίμεθα

συνδεκάζοισθε

συνδεκάζοιντο

명령법단수 συνδεκάζου

συνδεκαζέσθω

쌍수 συνδεκάζεσθον

συνδεκαζέσθων

복수 συνδεκάζεσθε

συνδεκαζέσθων, συνδεκαζέσθωσαν

부정사 συνδεκάζεσθαι

분사 남성여성중성
συνδεκαζομενος

συνδεκαζομενου

συνδεκαζομενη

συνδεκαζομενης

συνδεκαζομενον

συνδεκαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδεκάσω

συνδεκάσεις

συνδεκάσει

쌍수 συνδεκάσετον

συνδεκάσετον

복수 συνδεκάσομεν

συνδεκάσετε

συνδεκάσουσιν*

기원법단수 συνδεκάσοιμι

συνδεκάσοις

συνδεκάσοι

쌍수 συνδεκάσοιτον

συνδεκασοίτην

복수 συνδεκάσοιμεν

συνδεκάσοιτε

συνδεκάσοιεν

부정사 συνδεκάσειν

분사 남성여성중성
συνδεκασων

συνδεκασοντος

συνδεκασουσα

συνδεκασουσης

συνδεκασον

συνδεκασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδεκάσομαι

συνδεκάσει, συνδεκάσῃ

συνδεκάσεται

쌍수 συνδεκάσεσθον

συνδεκάσεσθον

복수 συνδεκασόμεθα

συνδεκάσεσθε

συνδεκάσονται

기원법단수 συνδεκασοίμην

συνδεκάσοιο

συνδεκάσοιτο

쌍수 συνδεκάσοισθον

συνδεκασοίσθην

복수 συνδεκασοίμεθα

συνδεκάσοισθε

συνδεκάσοιντο

부정사 συνδεκάσεσθαι

분사 남성여성중성
συνδεκασομενος

συνδεκασομενου

συνδεκασομενη

συνδεκασομενης

συνδεκασομενον

συνδεκασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to bribe all together

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION