헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συναριστάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συναριστάω συναριστήσω

형태분석: συν (접두사) + ἀριστά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to take breakfast or luncheon with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναρίστω

συναρίστᾳς

συναρίστᾳ

쌍수 συναρίστᾱτον

συναρίστᾱτον

복수 συναρίστωμεν

συναρίστᾱτε

συναρίστωσιν*

접속법단수 συναρίστω

συναρίστῃς

συναρίστῃ

쌍수 συναρίστητον

συναρίστητον

복수 συναρίστωμεν

συναρίστητε

συναρίστωσιν*

기원법단수 συναρίστῳμι

συναρίστῳς

συναρίστῳ

쌍수 συναρίστῳτον

συναριστῷτην

복수 συναρίστῳμεν

συναρίστῳτε

συναρίστῳεν

명령법단수 συναρῖστᾱ

συναριστᾶτω

쌍수 συναρίστᾱτον

συναριστᾶτων

복수 συναρίστᾱτε

συναριστῶντων, συναριστᾶτωσαν

부정사 συναρίστᾱν

분사 남성여성중성
συναριστων

συναριστωντος

συναριστωσα

συναριστωσης

συναριστων

συναριστωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναρίστωμαι

συναρίστᾳ

συναρίστᾱται

쌍수 συναρίστᾱσθον

συναρίστᾱσθον

복수 συναριστῶμεθα

συναρίστᾱσθε

συναρίστωνται

접속법단수 συναρίστωμαι

συναρίστῃ

συναρίστηται

쌍수 συναρίστησθον

συναρίστησθον

복수 συναριστώμεθα

συναρίστησθε

συναρίστωνται

기원법단수 συναριστῷμην

συναρίστῳο

συναρίστῳτο

쌍수 συναρίστῳσθον

συναριστῷσθην

복수 συναριστῷμεθα

συναρίστῳσθε

συναρίστῳντο

명령법단수 συναρίστω

συναριστᾶσθω

쌍수 συναρίστᾱσθον

συναριστᾶσθων

복수 συναρίστᾱσθε

συναριστᾶσθων, συναριστᾶσθωσαν

부정사 συναρίστᾱσθαι

분사 남성여성중성
συναριστωμενος

συναριστωμενου

συναριστωμενη

συναριστωμενης

συναριστωμενον

συναριστωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναριστήσω

συναριστήσεις

συναριστήσει

쌍수 συναριστήσετον

συναριστήσετον

복수 συναριστήσομεν

συναριστήσετε

συναριστήσουσιν*

기원법단수 συναριστήσοιμι

συναριστήσοις

συναριστήσοι

쌍수 συναριστήσοιτον

συναριστησοίτην

복수 συναριστήσοιμεν

συναριστήσοιτε

συναριστήσοιεν

부정사 συναριστήσειν

분사 남성여성중성
συναριστησων

συναριστησοντος

συναριστησουσα

συναριστησουσης

συναριστησον

συναριστησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναριστήσομαι

συναριστήσει, συναριστήσῃ

συναριστήσεται

쌍수 συναριστήσεσθον

συναριστήσεσθον

복수 συναριστησόμεθα

συναριστήσεσθε

συναριστήσονται

기원법단수 συναριστησοίμην

συναριστήσοιο

συναριστήσοιτο

쌍수 συναριστήσοισθον

συναριστησοίσθην

복수 συναριστησοίμεθα

συναριστήσοισθε

συναριστήσοιντο

부정사 συναριστήσεσθαι

분사 남성여성중성
συναριστησομενος

συναριστησομενου

συναριστησομενη

συναριστησομενης

συναριστησομενον

συναριστησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to take breakfast or luncheon with

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION