헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συναρέσκω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συναρέσκω συναρέσω

형태분석: συν (접두사) + ἀρέσκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to please or satisfy together
  2. am content also

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναρέσκω

συναρέσκεις

συναρέσκει

쌍수 συναρέσκετον

συναρέσκετον

복수 συναρέσκομεν

συναρέσκετε

συναρέσκουσιν*

접속법단수 συναρέσκω

συναρέσκῃς

συναρέσκῃ

쌍수 συναρέσκητον

συναρέσκητον

복수 συναρέσκωμεν

συναρέσκητε

συναρέσκωσιν*

기원법단수 συναρέσκοιμι

συναρέσκοις

συναρέσκοι

쌍수 συναρέσκοιτον

συναρεσκοίτην

복수 συναρέσκοιμεν

συναρέσκοιτε

συναρέσκοιεν

명령법단수 συνάρεσκε

συναρεσκέτω

쌍수 συναρέσκετον

συναρεσκέτων

복수 συναρέσκετε

συναρεσκόντων, συναρεσκέτωσαν

부정사 συναρέσκειν

분사 남성여성중성
συναρεσκων

συναρεσκοντος

συναρεσκουσα

συναρεσκουσης

συναρεσκον

συναρεσκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναρέσκομαι

συναρέσκει, συναρέσκῃ

συναρέσκεται

쌍수 συναρέσκεσθον

συναρέσκεσθον

복수 συναρεσκόμεθα

συναρέσκεσθε

συναρέσκονται

접속법단수 συναρέσκωμαι

συναρέσκῃ

συναρέσκηται

쌍수 συναρέσκησθον

συναρέσκησθον

복수 συναρεσκώμεθα

συναρέσκησθε

συναρέσκωνται

기원법단수 συναρεσκοίμην

συναρέσκοιο

συναρέσκοιτο

쌍수 συναρέσκοισθον

συναρεσκοίσθην

복수 συναρεσκοίμεθα

συναρέσκοισθε

συναρέσκοιντο

명령법단수 συναρέσκου

συναρεσκέσθω

쌍수 συναρέσκεσθον

συναρεσκέσθων

복수 συναρέσκεσθε

συναρεσκέσθων, συναρεσκέσθωσαν

부정사 συναρέσκεσθαι

분사 남성여성중성
συναρεσκομενος

συναρεσκομενου

συναρεσκομενη

συναρεσκομενης

συναρεσκομενον

συναρεσκομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to please or satisfy together

  2. am content also

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION