Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπρέπω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συμπρέπω

Structure: συμπρέπ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to befit, beseem

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπρέπω συμπρέπεις συμπρέπει
Dual συμπρέπετον συμπρέπετον
Plural συμπρέπομεν συμπρέπετε συμπρέπουσιν*
SubjunctiveSingular συμπρέπω συμπρέπῃς συμπρέπῃ
Dual συμπρέπητον συμπρέπητον
Plural συμπρέπωμεν συμπρέπητε συμπρέπωσιν*
OptativeSingular συμπρέποιμι συμπρέποις συμπρέποι
Dual συμπρέποιτον συμπρεποίτην
Plural συμπρέποιμεν συμπρέποιτε συμπρέποιεν
ImperativeSingular σύμπρεπε συμπρεπέτω
Dual συμπρέπετον συμπρεπέτων
Plural συμπρέπετε συμπρεπόντων, συμπρεπέτωσαν
Infinitive συμπρέπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπρεπων συμπρεποντος συμπρεπουσα συμπρεπουσης συμπρεπον συμπρεποντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπρέπομαι συμπρέπει, συμπρέπῃ συμπρέπεται
Dual συμπρέπεσθον συμπρέπεσθον
Plural συμπρεπόμεθα συμπρέπεσθε συμπρέπονται
SubjunctiveSingular συμπρέπωμαι συμπρέπῃ συμπρέπηται
Dual συμπρέπησθον συμπρέπησθον
Plural συμπρεπώμεθα συμπρέπησθε συμπρέπωνται
OptativeSingular συμπρεποίμην συμπρέποιο συμπρέποιτο
Dual συμπρέποισθον συμπρεποίσθην
Plural συμπρεποίμεθα συμπρέποισθε συμπρέποιντο
ImperativeSingular συμπρέπου συμπρεπέσθω
Dual συμπρέπεσθον συμπρεπέσθων
Plural συμπρέπεσθε συμπρεπέσθων, συμπρεπέσθωσαν
Infinitive συμπρέπεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπρεπομενος συμπρεπομενου συμπρεπομενη συμπρεπομενης συμπρεπομενον συμπρεπομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to befit

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION