Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπραγματεύομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: συμπραγματεύομαι συμπραγματεύσομαι

Structure: συμπραγματεύ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to assist in transacting

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπραγματεύομαι συμπραγματεύει, συμπραγματεύῃ συμπραγματεύεται
Dual συμπραγματεύεσθον συμπραγματεύεσθον
Plural συμπραγματευόμεθα συμπραγματεύεσθε συμπραγματεύονται
SubjunctiveSingular συμπραγματεύωμαι συμπραγματεύῃ συμπραγματεύηται
Dual συμπραγματεύησθον συμπραγματεύησθον
Plural συμπραγματευώμεθα συμπραγματεύησθε συμπραγματεύωνται
OptativeSingular συμπραγματευοίμην συμπραγματεύοιο συμπραγματεύοιτο
Dual συμπραγματεύοισθον συμπραγματευοίσθην
Plural συμπραγματευοίμεθα συμπραγματεύοισθε συμπραγματεύοιντο
ImperativeSingular συμπραγματεύου συμπραγματευέσθω
Dual συμπραγματεύεσθον συμπραγματευέσθων
Plural συμπραγματεύεσθε συμπραγματευέσθων, συμπραγματευέσθωσαν
Infinitive συμπραγματεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπραγματευομενος συμπραγματευομενου συμπραγματευομενη συμπραγματευομενης συμπραγματευομενον συμπραγματευομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἡμεῖσ δὲ μήτε μαντείασ τινὰσ ἀθειάστουσ εἶναι λέγοντασ ἢ τελετὰσ καὶ ὀργιασμοὺσ ἀμελουμένουσ ὑπὸ θεῶν ἀκούωμεν μήτ’ αὖ πάλιν τὸν θεὸν ἐν τούτοισ ἀναστρέφεσθαι καὶ παρεῖναι καὶ συμπραγματεύεσθαι δοξάζωμεν, ἀλλ’ οἷσ δίκαιόν ἐστι ταῦτα λειτουργοῖσ θεῶν ἀνατιθέντεσ ὥσπερ ὑπηρέταισ καὶ γραμματεῦσι, δαίμονασ νομίζωμεν ἐπισκόπουσ θείων ἱερῶν καὶ μυστηρίων ὀργιαστάσ· (Plutarch, De defectu oraculorum, section 1310)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION