Ancient Greek-English Dictionary Language

συμποσιαρχέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συμποσιαρχέω

Structure: συμποσιαρχέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to be a sumposi/arxos

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμποσιάρχω συμποσιάρχεις συμποσιάρχει
Dual συμποσιάρχειτον συμποσιάρχειτον
Plural συμποσιάρχουμεν συμποσιάρχειτε συμποσιάρχουσιν*
SubjunctiveSingular συμποσιάρχω συμποσιάρχῃς συμποσιάρχῃ
Dual συμποσιάρχητον συμποσιάρχητον
Plural συμποσιάρχωμεν συμποσιάρχητε συμποσιάρχωσιν*
OptativeSingular συμποσιάρχοιμι συμποσιάρχοις συμποσιάρχοι
Dual συμποσιάρχοιτον συμποσιαρχοίτην
Plural συμποσιάρχοιμεν συμποσιάρχοιτε συμποσιάρχοιεν
ImperativeSingular συμποσιᾶρχει συμποσιαρχεῖτω
Dual συμποσιάρχειτον συμποσιαρχεῖτων
Plural συμποσιάρχειτε συμποσιαρχοῦντων, συμποσιαρχεῖτωσαν
Infinitive συμποσιάρχειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμποσιαρχων συμποσιαρχουντος συμποσιαρχουσα συμποσιαρχουσης συμποσιαρχουν συμποσιαρχουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμποσιάρχουμαι συμποσιάρχει, συμποσιάρχῃ συμποσιάρχειται
Dual συμποσιάρχεισθον συμποσιάρχεισθον
Plural συμποσιαρχοῦμεθα συμποσιάρχεισθε συμποσιάρχουνται
SubjunctiveSingular συμποσιάρχωμαι συμποσιάρχῃ συμποσιάρχηται
Dual συμποσιάρχησθον συμποσιάρχησθον
Plural συμποσιαρχώμεθα συμποσιάρχησθε συμποσιάρχωνται
OptativeSingular συμποσιαρχοίμην συμποσιάρχοιο συμποσιάρχοιτο
Dual συμποσιάρχοισθον συμποσιαρχοίσθην
Plural συμποσιαρχοίμεθα συμποσιάρχοισθε συμποσιάρχοιντο
ImperativeSingular συμποσιάρχου συμποσιαρχεῖσθω
Dual συμποσιάρχεισθον συμποσιαρχεῖσθων
Plural συμποσιάρχεισθε συμποσιαρχεῖσθων, συμποσιαρχεῖσθωσαν
Infinitive συμποσιάρχεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμποσιαρχουμενος συμποσιαρχουμενου συμποσιαρχουμενη συμποσιαρχουμενης συμποσιαρχουμενον συμποσιαρχουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τε τῶν γυναικῶν καὶ παίδων καὶ τῆσ οὐσίασ κοινότησ καὶ τὰ συσσίτια τῶν γυναικῶν, ἔτι δ’ ὁ περὶ τὴν μέθην νόμοσ, τὸ τοὺσ νήφοντασ συμποσιαρχεῖν, καὶ τὴν ἐν τοῖσ πολεμικοῖσ ἄσκησιν ὅπωσ ἀμφιδέξιοι γίνωνται κατὰ τὴν μελέτην, ὡσ δέον μὴ τὴν μὲν χρήσιμον εἶναι τοῖν χεροῖν τὴν δὲ ἄχρηστον. (Aristotle, Politics, Book 2 318:1)
  • "ὅ τε γὰρ παροινῶν ὑβριστὴσ καὶ ἀσχήμων, ὃ τ’ αὖ παντάπασι νήφων ἀηδὴσ καὶ παιδαγωγεῖν μᾶλλον ἢ συμποσιαρχεῖν ἐπιτήδειοσ. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 7:5)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION