헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμπολίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμπολίζω

형태분석: συμ (접두사) + πολίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to unite into one city

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπολίζω

συμπολίζεις

συμπολίζει

쌍수 συμπολίζετον

συμπολίζετον

복수 συμπολίζομεν

συμπολίζετε

συμπολίζουσιν*

접속법단수 συμπολίζω

συμπολίζῃς

συμπολίζῃ

쌍수 συμπολίζητον

συμπολίζητον

복수 συμπολίζωμεν

συμπολίζητε

συμπολίζωσιν*

기원법단수 συμπολίζοιμι

συμπολίζοις

συμπολίζοι

쌍수 συμπολίζοιτον

συμπολιζοίτην

복수 συμπολίζοιμεν

συμπολίζοιτε

συμπολίζοιεν

명령법단수 συμπόλιζε

συμπολιζέτω

쌍수 συμπολίζετον

συμπολιζέτων

복수 συμπολίζετε

συμπολιζόντων, συμπολιζέτωσαν

부정사 συμπολίζειν

분사 남성여성중성
συμπολιζων

συμπολιζοντος

συμπολιζουσα

συμπολιζουσης

συμπολιζον

συμπολιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπολίζομαι

συμπολίζει, συμπολίζῃ

συμπολίζεται

쌍수 συμπολίζεσθον

συμπολίζεσθον

복수 συμπολιζόμεθα

συμπολίζεσθε

συμπολίζονται

접속법단수 συμπολίζωμαι

συμπολίζῃ

συμπολίζηται

쌍수 συμπολίζησθον

συμπολίζησθον

복수 συμπολιζώμεθα

συμπολίζησθε

συμπολίζωνται

기원법단수 συμπολιζοίμην

συμπολίζοιο

συμπολίζοιτο

쌍수 συμπολίζοισθον

συμπολιζοίσθην

복수 συμπολιζοίμεθα

συμπολίζοισθε

συμπολίζοιντο

명령법단수 συμπολίζου

συμπολιζέσθω

쌍수 συμπολίζεσθον

συμπολιζέσθων

복수 συμπολίζεσθε

συμπολιζέσθων, συμπολιζέσθωσαν

부정사 συμπολίζεσθαι

분사 남성여성중성
συμπολιζομενος

συμπολιζομενου

συμπολιζομενη

συμπολιζομενης

συμπολιζομενον

συμπολιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION