헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμπνίγω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμπνίγω συμπνίξομαι

형태분석: συμ (접두사) + πνίγ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to throttle, choke, press closely

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπνίγω

συμπνίγεις

συμπνίγει

쌍수 συμπνίγετον

συμπνίγετον

복수 συμπνίγομεν

συμπνίγετε

συμπνίγουσιν*

접속법단수 συμπνίγω

συμπνίγῃς

συμπνίγῃ

쌍수 συμπνίγητον

συμπνίγητον

복수 συμπνίγωμεν

συμπνίγητε

συμπνίγωσιν*

기원법단수 συμπνίγοιμι

συμπνίγοις

συμπνίγοι

쌍수 συμπνίγοιτον

συμπνιγοίτην

복수 συμπνίγοιμεν

συμπνίγοιτε

συμπνίγοιεν

명령법단수 συμπνίγε

συμπνιγέτω

쌍수 συμπνίγετον

συμπνιγέτων

복수 συμπνίγετε

συμπνιγόντων, συμπνιγέτωσαν

부정사 συμπνίγειν

분사 남성여성중성
συμπνιγων

συμπνιγοντος

συμπνιγουσα

συμπνιγουσης

συμπνιγον

συμπνιγοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπνίγομαι

συμπνίγει, συμπνίγῃ

συμπνίγεται

쌍수 συμπνίγεσθον

συμπνίγεσθον

복수 συμπνιγόμεθα

συμπνίγεσθε

συμπνίγονται

접속법단수 συμπνίγωμαι

συμπνίγῃ

συμπνίγηται

쌍수 συμπνίγησθον

συμπνίγησθον

복수 συμπνιγώμεθα

συμπνίγησθε

συμπνίγωνται

기원법단수 συμπνιγοίμην

συμπνίγοιο

συμπνίγοιτο

쌍수 συμπνίγοισθον

συμπνιγοίσθην

복수 συμπνιγοίμεθα

συμπνίγοισθε

συμπνίγοιντο

명령법단수 συμπνίγου

συμπνιγέσθω

쌍수 συμπνίγεσθον

συμπνιγέσθων

복수 συμπνίγεσθε

συμπνιγέσθων, συμπνιγέσθωσαν

부정사 συμπνίγεσθαι

분사 남성여성중성
συμπνιγομενος

συμπνιγομενου

συμπνιγομενη

συμπνιγομενης

συμπνιγομενον

συμπνιγομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. (, chapter 3 374:1)

    (, chapter 3 374:1)

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION