헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμπεριφθείρομαι

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμπεριφθείρομαι

형태분석: συμπεριφθείρ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to go about with, to one's own ruin

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπεριφθείρομαι

συμπεριφθείρει, συμπεριφθείρῃ

συμπεριφθείρεται

쌍수 συμπεριφθείρεσθον

συμπεριφθείρεσθον

복수 συμπεριφθειρόμεθα

συμπεριφθείρεσθε

συμπεριφθείρονται

접속법단수 συμπεριφθείρωμαι

συμπεριφθείρῃ

συμπεριφθείρηται

쌍수 συμπεριφθείρησθον

συμπεριφθείρησθον

복수 συμπεριφθειρώμεθα

συμπεριφθείρησθε

συμπεριφθείρωνται

기원법단수 συμπεριφθειροίμην

συμπεριφθείροιο

συμπεριφθείροιτο

쌍수 συμπεριφθείροισθον

συμπεριφθειροίσθην

복수 συμπεριφθειροίμεθα

συμπεριφθείροισθε

συμπεριφθείροιντο

명령법단수 συμπεριφθείρου

συμπεριφθειρέσθω

쌍수 συμπεριφθείρεσθον

συμπεριφθειρέσθων

복수 συμπεριφθείρεσθε

συμπεριφθειρέσθων, συμπεριφθειρέσθωσαν

부정사 συμπεριφθείρεσθαι

분사 남성여성중성
συμπεριφθειρομενος

συμπεριφθειρομενου

συμπεριφθειρομενη

συμπεριφθειρομενης

συμπεριφθειρομενον

συμπεριφθειρομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION