Ancient Greek-English Dictionary Language

συμφυτεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συμφυτεύω συμφυτεύσω

Structure: συμ (Prefix) + φυτεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to plant along with or together, to have a hand in contriving, to be implanted also

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμφυτεύω συμφυτεύεις συμφυτεύει
Dual συμφυτεύετον συμφυτεύετον
Plural συμφυτεύομεν συμφυτεύετε συμφυτεύουσιν*
SubjunctiveSingular συμφυτεύω συμφυτεύῃς συμφυτεύῃ
Dual συμφυτεύητον συμφυτεύητον
Plural συμφυτεύωμεν συμφυτεύητε συμφυτεύωσιν*
OptativeSingular συμφυτεύοιμι συμφυτεύοις συμφυτεύοι
Dual συμφυτεύοιτον συμφυτευοίτην
Plural συμφυτεύοιμεν συμφυτεύοιτε συμφυτεύοιεν
ImperativeSingular συμφύτευε συμφυτευέτω
Dual συμφυτεύετον συμφυτευέτων
Plural συμφυτεύετε συμφυτευόντων, συμφυτευέτωσαν
Infinitive συμφυτεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμφυτευων συμφυτευοντος συμφυτευουσα συμφυτευουσης συμφυτευον συμφυτευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμφυτεύομαι συμφυτεύει, συμφυτεύῃ συμφυτεύεται
Dual συμφυτεύεσθον συμφυτεύεσθον
Plural συμφυτευόμεθα συμφυτεύεσθε συμφυτεύονται
SubjunctiveSingular συμφυτεύωμαι συμφυτεύῃ συμφυτεύηται
Dual συμφυτεύησθον συμφυτεύησθον
Plural συμφυτευώμεθα συμφυτεύησθε συμφυτεύωνται
OptativeSingular συμφυτευοίμην συμφυτεύοιο συμφυτεύοιτο
Dual συμφυτεύοισθον συμφυτευοίσθην
Plural συμφυτευοίμεθα συμφυτεύοισθε συμφυτεύοιντο
ImperativeSingular συμφυτεύου συμφυτευέσθω
Dual συμφυτεύεσθον συμφυτευέσθων
Plural συμφυτεύεσθε συμφυτευέσθων, συμφυτευέσθωσαν
Infinitive συμφυτεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμφυτευομενος συμφυτευομενου συμφυτευομενη συμφυτευομενης συμφυτευομενον συμφυτευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION