헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμφιλοσοφέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμφιλοσοφέω

형태분석: συμ (접두사) + φιλοσοφέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to join in philosophic study

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμφιλοσόφω

συμφιλοσόφεις

συμφιλοσόφει

쌍수 συμφιλοσόφειτον

συμφιλοσόφειτον

복수 συμφιλοσόφουμεν

συμφιλοσόφειτε

συμφιλοσόφουσιν*

접속법단수 συμφιλοσόφω

συμφιλοσόφῃς

συμφιλοσόφῃ

쌍수 συμφιλοσόφητον

συμφιλοσόφητον

복수 συμφιλοσόφωμεν

συμφιλοσόφητε

συμφιλοσόφωσιν*

기원법단수 συμφιλοσόφοιμι

συμφιλοσόφοις

συμφιλοσόφοι

쌍수 συμφιλοσόφοιτον

συμφιλοσοφοίτην

복수 συμφιλοσόφοιμεν

συμφιλοσόφοιτε

συμφιλοσόφοιεν

명령법단수 συμφιλοσο͂φει

συμφιλοσοφεῖτω

쌍수 συμφιλοσόφειτον

συμφιλοσοφεῖτων

복수 συμφιλοσόφειτε

συμφιλοσοφοῦντων, συμφιλοσοφεῖτωσαν

부정사 συμφιλοσόφειν

분사 남성여성중성
συμφιλοσοφων

συμφιλοσοφουντος

συμφιλοσοφουσα

συμφιλοσοφουσης

συμφιλοσοφουν

συμφιλοσοφουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμφιλοσόφουμαι

συμφιλοσόφει, συμφιλοσόφῃ

συμφιλοσόφειται

쌍수 συμφιλοσόφεισθον

συμφιλοσόφεισθον

복수 συμφιλοσοφοῦμεθα

συμφιλοσόφεισθε

συμφιλοσόφουνται

접속법단수 συμφιλοσόφωμαι

συμφιλοσόφῃ

συμφιλοσόφηται

쌍수 συμφιλοσόφησθον

συμφιλοσόφησθον

복수 συμφιλοσοφώμεθα

συμφιλοσόφησθε

συμφιλοσόφωνται

기원법단수 συμφιλοσοφοίμην

συμφιλοσόφοιο

συμφιλοσόφοιτο

쌍수 συμφιλοσόφοισθον

συμφιλοσοφοίσθην

복수 συμφιλοσοφοίμεθα

συμφιλοσόφοισθε

συμφιλοσόφοιντο

명령법단수 συμφιλοσόφου

συμφιλοσοφεῖσθω

쌍수 συμφιλοσόφεισθον

συμφιλοσοφεῖσθων

복수 συμφιλοσόφεισθε

συμφιλοσοφεῖσθων, συμφιλοσοφεῖσθωσαν

부정사 συμφιλοσόφεισθαι

분사 남성여성중성
συμφιλοσοφουμενος

συμφιλοσοφουμενου

συμφιλοσοφουμενη

συμφιλοσοφουμενης

συμφιλοσοφουμενον

συμφιλοσοφουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Συνεφιλοσόφουν δ’ αὐτῷ προτρεψαμένῳ καὶ οἱ ἀδελφοὶ τρεῖσ ὄντεσ, Νεοκλῆσ Χαιρέδημοσ Ἀριστόβουλοσ, καθά φησι Φιλόδημοσ ὁ Ἐπικούρειοσ ἐν τῷ δεκάτῳ τῆσ τῶν φιλοσόφων συντάξεωσ· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 3:3)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 3:3)

  • ἥ τε πρὸσ τοὺσ γονέασ εὐχαριστία καὶ ἡ πρὸσ τοὺσ ἀδελφοὺσ εὐποιία πρόσ τε τοὺσ οἰκέτασ ἡμερότησ, ὡσ δῆλον κἀκ τῶν διαθηκῶν αὐτοῦ καὶ ὅτι αὐτοὶ συνεφιλοσόφουν αὐτῷ, ὧν ἦν ἐνδοξότατοσ ὁ προειρημένοσ Μῦσ· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 10:1)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 10:1)

유의어

  1. to join in philosophic study

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION