고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: συμβιβαστικός συμβιβαστική συμβιβαστικόν
Structure: συμβιβαστικ (Stem) + ος (Ending)
| Masculine | Feminine | Neuter | ||
|---|---|---|---|---|
| Singular | Nominative | συμβιβαστικός | συμβιβαστική | συμβιβαστικόν |
| Genitive | συμβιβαστικοῦ | συμβιβαστικῆς | συμβιβαστικοῦ | |
| Dative | συμβιβαστικῷ | συμβιβαστικῇ | συμβιβαστικῷ | |
| Accusative | συμβιβαστικόν | συμβιβαστικήν | συμβιβαστικόν | |
| Vocative | συμβιβαστικέ | συμβιβαστική | συμβιβαστικόν | |
| Dual | N/A/V | συμβιβαστικώ | συμβιβαστικᾱ́ | συμβιβαστικώ |
| G/D | συμβιβαστικοῖν | συμβιβαστικαῖν | συμβιβαστικοῖν | |
| Plural | Nominative | συμβιβαστικοί | συμβιβαστικαί | συμβιβαστικά |
| Genitive | συμβιβαστικῶν | συμβιβαστικῶν | συμβιβαστικῶν | |
| Dative | συμβιβαστικοῖς | συμβιβαστικαῖς | συμβιβαστικοῖς | |
| Accusative | συμβιβαστικούς | συμβιβαστικᾱ́ς | συμβιβαστικά | |
| Vocative | συμβιβαστικοί | συμβιβαστικαί | συμβιβαστικά | |
| Positive | Comparative | Superlative | |
|---|---|---|---|
| Adjective | συμβιβαστικός συμβιβαστικοῦ | συμβιβαστικώτερος συμβιβαστικωτεροῦ | συμβιβαστικώτατος συμβιβαστικωτατοῦ |
| Adverb | συμβιβαστικώς | συμβιβαστικώτερον | συμβιβαστικώτατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기