헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συλλαγχάνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συλλαγχάνω συλλήξομαι συνείληχα

형태분석: συλ (접두사) + λαγχάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be chosen by lot with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συλλαγχάνω

συλλαγχάνεις

συλλαγχάνει

쌍수 συλλαγχάνετον

συλλαγχάνετον

복수 συλλαγχάνομεν

συλλαγχάνετε

συλλαγχάνουσιν*

접속법단수 συλλαγχάνω

συλλαγχάνῃς

συλλαγχάνῃ

쌍수 συλλαγχάνητον

συλλαγχάνητον

복수 συλλαγχάνωμεν

συλλαγχάνητε

συλλαγχάνωσιν*

기원법단수 συλλαγχάνοιμι

συλλαγχάνοις

συλλαγχάνοι

쌍수 συλλαγχάνοιτον

συλλαγχανοίτην

복수 συλλαγχάνοιμεν

συλλαγχάνοιτε

συλλαγχάνοιεν

명령법단수 συλλάγχανε

συλλαγχανέτω

쌍수 συλλαγχάνετον

συλλαγχανέτων

복수 συλλαγχάνετε

συλλαγχανόντων, συλλαγχανέτωσαν

부정사 συλλαγχάνειν

분사 남성여성중성
συλλαγχανων

συλλαγχανοντος

συλλαγχανουσα

συλλαγχανουσης

συλλαγχανον

συλλαγχανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συλλαγχάνομαι

συλλαγχάνει, συλλαγχάνῃ

συλλαγχάνεται

쌍수 συλλαγχάνεσθον

συλλαγχάνεσθον

복수 συλλαγχανόμεθα

συλλαγχάνεσθε

συλλαγχάνονται

접속법단수 συλλαγχάνωμαι

συλλαγχάνῃ

συλλαγχάνηται

쌍수 συλλαγχάνησθον

συλλαγχάνησθον

복수 συλλαγχανώμεθα

συλλαγχάνησθε

συλλαγχάνωνται

기원법단수 συλλαγχανοίμην

συλλαγχάνοιο

συλλαγχάνοιτο

쌍수 συλλαγχάνοισθον

συλλαγχανοίσθην

복수 συλλαγχανοίμεθα

συλλαγχάνοισθε

συλλαγχάνοιντο

명령법단수 συλλαγχάνου

συλλαγχανέσθω

쌍수 συλλαγχάνεσθον

συλλαγχανέσθων

복수 συλλαγχάνεσθε

συλλαγχανέσθων, συλλαγχανέσθωσαν

부정사 συλλαγχάνεσθαι

분사 남성여성중성
συλλαγχανομενος

συλλαγχανομενου

συλλαγχανομενη

συλλαγχανομενης

συλλαγχανομενον

συλλαγχανομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION