Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκωμῳδέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκωμῳδέω

Structure: συγ (Prefix) + κωμῳδέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to satirise as in a comedy

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκωμῳδῶ συγκωμῳδεῖς συγκωμῳδεῖ
Dual συγκωμῳδεῖτον συγκωμῳδεῖτον
Plural συγκωμῳδοῦμεν συγκωμῳδεῖτε συγκωμῳδοῦσιν*
SubjunctiveSingular συγκωμῳδῶ συγκωμῳδῇς συγκωμῳδῇ
Dual συγκωμῳδῆτον συγκωμῳδῆτον
Plural συγκωμῳδῶμεν συγκωμῳδῆτε συγκωμῳδῶσιν*
OptativeSingular συγκωμῳδοῖμι συγκωμῳδοῖς συγκωμῳδοῖ
Dual συγκωμῳδοῖτον συγκωμῳδοίτην
Plural συγκωμῳδοῖμεν συγκωμῳδοῖτε συγκωμῳδοῖεν
ImperativeSingular συγκωμῴδει συγκωμῳδείτω
Dual συγκωμῳδεῖτον συγκωμῳδείτων
Plural συγκωμῳδεῖτε συγκωμῳδούντων, συγκωμῳδείτωσαν
Infinitive συγκωμῳδεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκωμῳδων συγκωμῳδουντος συγκωμῳδουσα συγκωμῳδουσης συγκωμῳδουν συγκωμῳδουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκωμῳδοῦμαι συγκωμῳδεῖ, συγκωμῳδῇ συγκωμῳδεῖται
Dual συγκωμῳδεῖσθον συγκωμῳδεῖσθον
Plural συγκωμῳδούμεθα συγκωμῳδεῖσθε συγκωμῳδοῦνται
SubjunctiveSingular συγκωμῳδῶμαι συγκωμῳδῇ συγκωμῳδῆται
Dual συγκωμῳδῆσθον συγκωμῳδῆσθον
Plural συγκωμῳδώμεθα συγκωμῳδῆσθε συγκωμῳδῶνται
OptativeSingular συγκωμῳδοίμην συγκωμῳδοῖο συγκωμῳδοῖτο
Dual συγκωμῳδοῖσθον συγκωμῳδοίσθην
Plural συγκωμῳδοίμεθα συγκωμῳδοῖσθε συγκωμῳδοῖντο
ImperativeSingular συγκωμῳδοῦ συγκωμῳδείσθω
Dual συγκωμῳδεῖσθον συγκωμῳδείσθων
Plural συγκωμῳδεῖσθε συγκωμῳδείσθων, συγκωμῳδείσθωσαν
Infinitive συγκωμῳδεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκωμῳδουμενος συγκωμῳδουμενου συγκωμῳδουμενη συγκωμῳδουμενης συγκωμῳδουμενον συγκωμῳδουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὃ δὲ πάντων δεινότατον, ὅτι τοιαῦτα ποιῶν καὶ τὸ σὸν ὄνομα ὦ Φιλοσοφία, ὑποδύεται καὶ ὑπελθὼν τὸν Διάλογον ἡμέτερον οἰκέτην ὄντα, τούτῳ συναγωνιστῇ καὶ ὑποκριτῇ χρῆται καθ’ ἡμῶν, ἔτι καὶ Μένιππον ἀναπείσασ ἑταῖρον ἡμῶν ἄνδρα συγκωμῳδεῖν αὐτῷ τὰ πολλά, ὃσ μόνοσ οὐ πάρεστιν οὐδὲ κατηγορεῖ μεθ’ ἡμῶν, προδοὺσ τὸ κοινόν. (Lucian, Piscator, (no name) 26:3)

Synonyms

  1. to satirise as in a comedy

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION