헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκολλάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκολλάω

형태분석: συγ (접두사) + κολλά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to glue or cement together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκολλῶ

συγκολλᾷς

συγκολλᾷ

쌍수 συγκολλᾶτον

συγκολλᾶτον

복수 συγκολλῶμεν

συγκολλᾶτε

συγκολλῶσιν*

접속법단수 συγκολλῶ

συγκολλῇς

συγκολλῇ

쌍수 συγκολλῆτον

συγκολλῆτον

복수 συγκολλῶμεν

συγκολλῆτε

συγκολλῶσιν*

기원법단수 συγκολλῷμι

συγκολλῷς

συγκολλῷ

쌍수 συγκολλῷτον

συγκολλῴτην

복수 συγκολλῷμεν

συγκολλῷτε

συγκολλῷεν

명령법단수 συγκόλλᾱ

συγκολλᾱ́τω

쌍수 συγκολλᾶτον

συγκολλᾱ́των

복수 συγκολλᾶτε

συγκολλώντων, συγκολλᾱ́τωσαν

부정사 συγκολλᾶν

분사 남성여성중성
συγκολλων

συγκολλωντος

συγκολλωσα

συγκολλωσης

συγκολλων

συγκολλωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκολλῶμαι

συγκολλᾷ

συγκολλᾶται

쌍수 συγκολλᾶσθον

συγκολλᾶσθον

복수 συγκολλώμεθα

συγκολλᾶσθε

συγκολλῶνται

접속법단수 συγκολλῶμαι

συγκολλῇ

συγκολλῆται

쌍수 συγκολλῆσθον

συγκολλῆσθον

복수 συγκολλώμεθα

συγκολλῆσθε

συγκολλῶνται

기원법단수 συγκολλῴμην

συγκολλῷο

συγκολλῷτο

쌍수 συγκολλῷσθον

συγκολλῴσθην

복수 συγκολλῴμεθα

συγκολλῷσθε

συγκολλῷντο

명령법단수 συγκολλῶ

συγκολλᾱ́σθω

쌍수 συγκολλᾶσθον

συγκολλᾱ́σθων

복수 συγκολλᾶσθε

συγκολλᾱ́σθων, συγκολλᾱ́σθωσαν

부정사 συγκολλᾶσθαι

분사 남성여성중성
συγκολλωμενος

συγκολλωμενου

συγκολλωμενη

συγκολλωμενης

συγκολλωμενον

συγκολλωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκολλήσω

συγκολλήσεις

συγκολλήσει

쌍수 συγκολλήσετον

συγκολλήσετον

복수 συγκολλήσομεν

συγκολλήσετε

συγκολλήσουσιν*

기원법단수 συγκολλήσοιμι

συγκολλήσοις

συγκολλήσοι

쌍수 συγκολλήσοιτον

συγκολλησοίτην

복수 συγκολλήσοιμεν

συγκολλήσοιτε

συγκολλήσοιεν

부정사 συγκολλήσειν

분사 남성여성중성
συγκολλησων

συγκολλησοντος

συγκολλησουσα

συγκολλησουσης

συγκολλησον

συγκολλησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκολλήσομαι

συγκολλήσει, συγκολλήσῃ

συγκολλήσεται

쌍수 συγκολλήσεσθον

συγκολλήσεσθον

복수 συγκολλησόμεθα

συγκολλήσεσθε

συγκολλήσονται

기원법단수 συγκολλησοίμην

συγκολλήσοιο

συγκολλήσοιτο

쌍수 συγκολλήσοισθον

συγκολλησοίσθην

복수 συγκολλησοίμεθα

συγκολλήσοισθε

συγκολλήσοιντο

부정사 συγκολλήσεσθαι

분사 남성여성중성
συγκολλησομενος

συγκολλησομενου

συγκολλησομενη

συγκολλησομενης

συγκολλησομενον

συγκολλησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔπειτα τὰ μὲν ἐκ τοῦ παραχρῆμά μοι διῄει, οἱᾶ δέοι λέγειν, τὰ δὲ πρότερον ἐσκεμμένη, ὅτε μοι δοκεῖ συνετίθει τὸν ἐπιτάφιον λόγον ὃν Περικλῆσ εἶπεν, περιλείμματ’ ἄττα ἐξ ἐκείνου συγκολλῶσα. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 13:2)

    (플라톤, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 13:2)

유의어

  1. to glue or cement together

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION