헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκοιμίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκοιμίζω συγκοιμίσω

형태분석: συγ (접두사) + κοιμίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to join in wedlock

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκοιμίζω

συγκοιμίζεις

συγκοιμίζει

쌍수 συγκοιμίζετον

συγκοιμίζετον

복수 συγκοιμίζομεν

συγκοιμίζετε

συγκοιμίζουσιν*

접속법단수 συγκοιμίζω

συγκοιμίζῃς

συγκοιμίζῃ

쌍수 συγκοιμίζητον

συγκοιμίζητον

복수 συγκοιμίζωμεν

συγκοιμίζητε

συγκοιμίζωσιν*

기원법단수 συγκοιμίζοιμι

συγκοιμίζοις

συγκοιμίζοι

쌍수 συγκοιμίζοιτον

συγκοιμιζοίτην

복수 συγκοιμίζοιμεν

συγκοιμίζοιτε

συγκοιμίζοιεν

명령법단수 συγκοίμιζε

συγκοιμιζέτω

쌍수 συγκοιμίζετον

συγκοιμιζέτων

복수 συγκοιμίζετε

συγκοιμιζόντων, συγκοιμιζέτωσαν

부정사 συγκοιμίζειν

분사 남성여성중성
συγκοιμιζων

συγκοιμιζοντος

συγκοιμιζουσα

συγκοιμιζουσης

συγκοιμιζον

συγκοιμιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκοιμίζομαι

συγκοιμίζει, συγκοιμίζῃ

συγκοιμίζεται

쌍수 συγκοιμίζεσθον

συγκοιμίζεσθον

복수 συγκοιμιζόμεθα

συγκοιμίζεσθε

συγκοιμίζονται

접속법단수 συγκοιμίζωμαι

συγκοιμίζῃ

συγκοιμίζηται

쌍수 συγκοιμίζησθον

συγκοιμίζησθον

복수 συγκοιμιζώμεθα

συγκοιμίζησθε

συγκοιμίζωνται

기원법단수 συγκοιμιζοίμην

συγκοιμίζοιο

συγκοιμίζοιτο

쌍수 συγκοιμίζοισθον

συγκοιμιζοίσθην

복수 συγκοιμιζοίμεθα

συγκοιμίζοισθε

συγκοιμίζοιντο

명령법단수 συγκοιμίζου

συγκοιμιζέσθω

쌍수 συγκοιμίζεσθον

συγκοιμιζέσθων

복수 συγκοιμίζεσθε

συγκοιμιζέσθων, συγκοιμιζέσθωσαν

부정사 συγκοιμίζεσθαι

분사 남성여성중성
συγκοιμιζομενος

συγκοιμιζομενου

συγκοιμιζομενη

συγκοιμιζομενης

συγκοιμιζομενον

συγκοιμιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to join in wedlock

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION