헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκελεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκελεύω συγκελεύσω

형태분석: συγ (접두사) + κελεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to join in ordering

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκελεύω

συγκελεύεις

συγκελεύει

쌍수 συγκελεύετον

συγκελεύετον

복수 συγκελεύομεν

συγκελεύετε

συγκελεύουσιν*

접속법단수 συγκελεύω

συγκελεύῃς

συγκελεύῃ

쌍수 συγκελεύητον

συγκελεύητον

복수 συγκελεύωμεν

συγκελεύητε

συγκελεύωσιν*

기원법단수 συγκελεύοιμι

συγκελεύοις

συγκελεύοι

쌍수 συγκελεύοιτον

συγκελευοίτην

복수 συγκελεύοιμεν

συγκελεύοιτε

συγκελεύοιεν

명령법단수 συγκέλευε

συγκελευέτω

쌍수 συγκελεύετον

συγκελευέτων

복수 συγκελεύετε

συγκελευόντων, συγκελευέτωσαν

부정사 συγκελεύειν

분사 남성여성중성
συγκελευων

συγκελευοντος

συγκελευουσα

συγκελευουσης

συγκελευον

συγκελευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκελεύομαι

συγκελεύει, συγκελεύῃ

συγκελεύεται

쌍수 συγκελεύεσθον

συγκελεύεσθον

복수 συγκελευόμεθα

συγκελεύεσθε

συγκελεύονται

접속법단수 συγκελεύωμαι

συγκελεύῃ

συγκελεύηται

쌍수 συγκελεύησθον

συγκελεύησθον

복수 συγκελευώμεθα

συγκελεύησθε

συγκελεύωνται

기원법단수 συγκελευοίμην

συγκελεύοιο

συγκελεύοιτο

쌍수 συγκελεύοισθον

συγκελευοίσθην

복수 συγκελευοίμεθα

συγκελεύοισθε

συγκελεύοιντο

명령법단수 συγκελεύου

συγκελευέσθω

쌍수 συγκελεύεσθον

συγκελευέσθων

복수 συγκελεύεσθε

συγκελευέσθων, συγκελευέσθωσαν

부정사 συγκελεύεσθαι

분사 남성여성중성
συγκελευομενος

συγκελευομενου

συγκελευομενη

συγκελευομενης

συγκελευομενον

συγκελευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to join in ordering

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION