Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκεφαλαιόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συγκεφαλαιόω συγκεφαλαιώσω

Structure: συγ (Prefix) + κεφαλαιό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to bring together under one head, to sum up, to be brought under one head, summed up, to be summarily done

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκεφαλαίω συγκεφαλαίοις συγκεφαλαίοι
Dual συγκεφαλαίουτον συγκεφαλαίουτον
Plural συγκεφαλαίουμεν συγκεφαλαίουτε συγκεφαλαίουσιν*
SubjunctiveSingular συγκεφαλαίω συγκεφαλαίοις συγκεφαλαίοι
Dual συγκεφαλαίωτον συγκεφαλαίωτον
Plural συγκεφαλαίωμεν συγκεφαλαίωτε συγκεφαλαίωσιν*
OptativeSingular συγκεφαλαίοιμι συγκεφαλαίοις συγκεφαλαίοι
Dual συγκεφαλαίοιτον συγκεφαλαιοίτην
Plural συγκεφαλαίοιμεν συγκεφαλαίοιτε συγκεφαλαίοιεν
ImperativeSingular συγκεφαλαῖου συγκεφαλαιοῦτω
Dual συγκεφαλαίουτον συγκεφαλαιοῦτων
Plural συγκεφαλαίουτε συγκεφαλαιοῦντων, συγκεφαλαιοῦτωσαν
Infinitive συγκεφαλαίουν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκεφαλαιων συγκεφαλαιουντος συγκεφαλαιουσα συγκεφαλαιουσης συγκεφαλαιουν συγκεφαλαιουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκεφαλαίουμαι συγκεφαλαίοι συγκεφαλαίουται
Dual συγκεφαλαίουσθον συγκεφαλαίουσθον
Plural συγκεφαλαιοῦμεθα συγκεφαλαίουσθε συγκεφαλαίουνται
SubjunctiveSingular συγκεφαλαίωμαι συγκεφαλαίοι συγκεφαλαίωται
Dual συγκεφαλαίωσθον συγκεφαλαίωσθον
Plural συγκεφαλαιώμεθα συγκεφαλαίωσθε συγκεφαλαίωνται
OptativeSingular συγκεφαλαιοίμην συγκεφαλαίοιο συγκεφαλαίοιτο
Dual συγκεφαλαίοισθον συγκεφαλαιοίσθην
Plural συγκεφαλαιοίμεθα συγκεφαλαίοισθε συγκεφαλαίοιντο
ImperativeSingular συγκεφαλαίου συγκεφαλαιοῦσθω
Dual συγκεφαλαίουσθον συγκεφαλαιοῦσθων
Plural συγκεφαλαίουσθε συγκεφαλαιοῦσθων, συγκεφαλαιοῦσθωσαν
Infinitive συγκεφαλαίουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκεφαλαιουμενος συγκεφαλαιουμενου συγκεφαλαιουμενη συγκεφαλαιουμενης συγκεφαλαιουμενον συγκεφαλαιουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to bring together under one head

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION