Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκατασκήπτω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκατασκήπτω συγκατασκήψω

Structure: συγ (Prefix) + κατασκήπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to dart down together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατασκήπτω συγκατασκήπτεις συγκατασκήπτει
Dual συγκατασκήπτετον συγκατασκήπτετον
Plural συγκατασκήπτομεν συγκατασκήπτετε συγκατασκήπτουσιν*
SubjunctiveSingular συγκατασκήπτω συγκατασκήπτῃς συγκατασκήπτῃ
Dual συγκατασκήπτητον συγκατασκήπτητον
Plural συγκατασκήπτωμεν συγκατασκήπτητε συγκατασκήπτωσιν*
OptativeSingular συγκατασκήπτοιμι συγκατασκήπτοις συγκατασκήπτοι
Dual συγκατασκήπτοιτον συγκατασκηπτοίτην
Plural συγκατασκήπτοιμεν συγκατασκήπτοιτε συγκατασκήπτοιεν
ImperativeSingular συγκατάσκηπτε συγκατασκηπτέτω
Dual συγκατασκήπτετον συγκατασκηπτέτων
Plural συγκατασκήπτετε συγκατασκηπτόντων, συγκατασκηπτέτωσαν
Infinitive συγκατασκήπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατασκηπτων συγκατασκηπτοντος συγκατασκηπτουσα συγκατασκηπτουσης συγκατασκηπτον συγκατασκηπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατασκήπτομαι συγκατασκήπτει, συγκατασκήπτῃ συγκατασκήπτεται
Dual συγκατασκήπτεσθον συγκατασκήπτεσθον
Plural συγκατασκηπτόμεθα συγκατασκήπτεσθε συγκατασκήπτονται
SubjunctiveSingular συγκατασκήπτωμαι συγκατασκήπτῃ συγκατασκήπτηται
Dual συγκατασκήπτησθον συγκατασκήπτησθον
Plural συγκατασκηπτώμεθα συγκατασκήπτησθε συγκατασκήπτωνται
OptativeSingular συγκατασκηπτοίμην συγκατασκήπτοιο συγκατασκήπτοιτο
Dual συγκατασκήπτοισθον συγκατασκηπτοίσθην
Plural συγκατασκηπτοίμεθα συγκατασκήπτοισθε συγκατασκήπτοιντο
ImperativeSingular συγκατασκήπτου συγκατασκηπτέσθω
Dual συγκατασκήπτεσθον συγκατασκηπτέσθων
Plural συγκατασκήπτεσθε συγκατασκηπτέσθων, συγκατασκηπτέσθωσαν
Infinitive συγκατασκήπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατασκηπτομενος συγκατασκηπτομενου συγκατασκηπτομενη συγκατασκηπτομενης συγκατασκηπτομενον συγκατασκηπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to dart down together

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION