헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκαθίημι

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκαθίημι συγκαθήσω

형태분석: συγ (접두사) + καθίε̄ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 떨어뜨리다, 내려놓다, 낮아지다, 낮추다, 황송하게도 해 주시다, 우울하게 하다, 늘어뜨리다, 굽히다, 넘치다
  1. to let down with or together, to deposit together, to let, down, lower, to stoop, condescend, accommodate oneself to

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαθῖημι

(나는) 떨어뜨린다

συγκαθῖης

(너는) 떨어뜨린다

συγκαθῖησιν*

(그는) 떨어뜨린다

쌍수 συγκαθίετον

(너희 둘은) 떨어뜨린다

συγκαθίετον

(그 둘은) 떨어뜨린다

복수 συγκαθίεμεν

(우리는) 떨어뜨린다

συγκαθίετε

(너희는) 떨어뜨린다

συγκαθιέᾱσιν*

(그들은) 떨어뜨린다

접속법단수 συγκαθίω

(나는) 떨어뜨리자

συγκαθίῃς

(너는) 떨어뜨리자

συγκαθίῃ

(그는) 떨어뜨리자

쌍수 συγκαθίητον

(너희 둘은) 떨어뜨리자

συγκαθίητον

(그 둘은) 떨어뜨리자

복수 συγκαθίωμεν

(우리는) 떨어뜨리자

συγκαθίητε

(너희는) 떨어뜨리자

συγκαθίωσιν*

(그들은) 떨어뜨리자

기원법단수 συγκαθιεῖην

(나는) 떨어뜨리기를 (바라다)

συγκαθιεῖης

(너는) 떨어뜨리기를 (바라다)

συγκαθιεῖη

(그는) 떨어뜨리기를 (바라다)

쌍수 συγκαθιεῖητον

(너희 둘은) 떨어뜨리기를 (바라다)

συγκαθιείητην

(그 둘은) 떨어뜨리기를 (바라다)

복수 συγκαθιεῖημεν

(우리는) 떨어뜨리기를 (바라다)

συγκαθιεῖητε

(너희는) 떨어뜨리기를 (바라다)

συγκαθιεῖησαν

(그들은) 떨어뜨리기를 (바라다)

명령법단수 συγκαθῖει

(너는) 떨어뜨려라

συγκαθιέτω

(그는) 떨어뜨려라

쌍수 συγκαθίετον

(너희 둘은) 떨어뜨려라

συγκαθιέτων

(그 둘은) 떨어뜨려라

복수 συγκαθίετε

(너희는) 떨어뜨려라

συγκαθιέντων

(그들은) 떨어뜨려라

부정사 συγκαθιέναι

떨어뜨리는 것

분사 남성여성중성
συγκαθιεις

συγκαθιεντος

συγκαθιεισα

συγκαθιεισης

συγκαθιεν

συγκαθιεντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαθίεμαι

(나는) 떨어뜨려진다

συγκαθίεσαι

(너는) 떨어뜨려진다

συγκαθίεται

(그는) 떨어뜨려진다

쌍수 συγκαθίεσθον

(너희 둘은) 떨어뜨려진다

συγκαθίεσθον

(그 둘은) 떨어뜨려진다

복수 συγκαθιέμεθα

(우리는) 떨어뜨려진다

συγκαθίεσθε

(너희는) 떨어뜨려진다

συγκαθίενται

(그들은) 떨어뜨려진다

접속법단수 συγκαθίωμαι

(나는) 떨어뜨려지자

συγκαθίῃ

(너는) 떨어뜨려지자

συγκαθίηται

(그는) 떨어뜨려지자

쌍수 συγκαθίησθον

(너희 둘은) 떨어뜨려지자

συγκαθίησθον

(그 둘은) 떨어뜨려지자

복수 συγκαθιώμεθα

(우리는) 떨어뜨려지자

συγκαθίησθε

(너희는) 떨어뜨려지자

συγκαθίωνται

(그들은) 떨어뜨려지자

기원법단수 συγκαθιεῖμην

(나는) 떨어뜨려지기를 (바라다)

συγκαθίειο

(너는) 떨어뜨려지기를 (바라다)

συγκαθίειτο

(그는) 떨어뜨려지기를 (바라다)

쌍수 συγκαθίεισθον

(너희 둘은) 떨어뜨려지기를 (바라다)

συγκαθιεῖσθην

(그 둘은) 떨어뜨려지기를 (바라다)

복수 συγκαθιεῖμεθα

(우리는) 떨어뜨려지기를 (바라다)

συγκαθίεισθε

(너희는) 떨어뜨려지기를 (바라다)

συγκαθίειντο

(그들은) 떨어뜨려지기를 (바라다)

명령법단수 συγκαθίεσο

(너는) 떨어뜨려져라

συγκαθιέσθω

(그는) 떨어뜨려져라

쌍수 συγκαθίεσθον

(너희 둘은) 떨어뜨려져라

συγκαθιέσθων

(그 둘은) 떨어뜨려져라

복수 συγκαθίεσθε

(너희는) 떨어뜨려져라

συγκαθιέσθων

(그들은) 떨어뜨려져라

부정사 συγκαθίεσθαι

떨어뜨려지는 것

분사 남성여성중성
συγκαθιεμενος

συγκαθιεμενου

συγκαθιεμενη

συγκαθιεμενης

συγκαθιεμενον

συγκαθιεμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεκαθῖην

(나는) 떨어뜨리고 있었다

συνεκαθῖης

(너는) 떨어뜨리고 있었다

συνεκαθῖην*

(그는) 떨어뜨리고 있었다

쌍수 συνεκαθίετον

(너희 둘은) 떨어뜨리고 있었다

συνεκαθιέτην

(그 둘은) 떨어뜨리고 있었다

복수 συνεκαθίεμεν

(우리는) 떨어뜨리고 있었다

συνεκαθίετε

(너희는) 떨어뜨리고 있었다

συνεκαθίεσαν

(그들은) 떨어뜨리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεκαθιέμην

(나는) 떨어뜨려지고 있었다

συνεκαθίου, συνεκαθίεσο

(너는) 떨어뜨려지고 있었다

συνεκαθίετο

(그는) 떨어뜨려지고 있었다

쌍수 συνεκαθίεσθον

(너희 둘은) 떨어뜨려지고 있었다

συνεκαθιέσθην

(그 둘은) 떨어뜨려지고 있었다

복수 συνεκαθιέμεθα

(우리는) 떨어뜨려지고 있었다

συνεκαθίεσθε

(너희는) 떨어뜨려지고 있었다

συνεκαθίεντο

(그들은) 떨어뜨려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τηλικούτου οὖν τοῦ κινδύνου ὄντοσ εὐλαβῶσ δεῖ τοῖσ ἰδιώταισ συγκαθίεσθαι εἰσ τὰσ τοιαύτασ συμπεριφορὰσ μεμνημένουσ, ὅτι ἀμήχανον τὸν συνανατριβόμενον τῷ ἠσβολωμένῳ μὴ καὶ αὐτὸν ἀπολαῦσαι τῆσ ἀσβόλησ· (Epictetus, Works, book 3, 3:1)

    (에픽테토스, Works, book 3, 3:1)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION