Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκαθαρμόζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκαθαρμόζω συγκαθαρμόσω

Structure: συγ (Prefix) + καθαρμόζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to join in composing the limbs, to join in preparing for burial

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαθαρμόζω συγκαθαρμόζεις συγκαθαρμόζει
Dual συγκαθαρμόζετον συγκαθαρμόζετον
Plural συγκαθαρμόζομεν συγκαθαρμόζετε συγκαθαρμόζουσιν*
SubjunctiveSingular συγκαθαρμόζω συγκαθαρμόζῃς συγκαθαρμόζῃ
Dual συγκαθαρμόζητον συγκαθαρμόζητον
Plural συγκαθαρμόζωμεν συγκαθαρμόζητε συγκαθαρμόζωσιν*
OptativeSingular συγκαθαρμόζοιμι συγκαθαρμόζοις συγκαθαρμόζοι
Dual συγκαθαρμόζοιτον συγκαθαρμοζοίτην
Plural συγκαθαρμόζοιμεν συγκαθαρμόζοιτε συγκαθαρμόζοιεν
ImperativeSingular συγκαθάρμοζε συγκαθαρμοζέτω
Dual συγκαθαρμόζετον συγκαθαρμοζέτων
Plural συγκαθαρμόζετε συγκαθαρμοζόντων, συγκαθαρμοζέτωσαν
Infinitive συγκαθαρμόζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαθαρμοζων συγκαθαρμοζοντος συγκαθαρμοζουσα συγκαθαρμοζουσης συγκαθαρμοζον συγκαθαρμοζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαθαρμόζομαι συγκαθαρμόζει, συγκαθαρμόζῃ συγκαθαρμόζεται
Dual συγκαθαρμόζεσθον συγκαθαρμόζεσθον
Plural συγκαθαρμοζόμεθα συγκαθαρμόζεσθε συγκαθαρμόζονται
SubjunctiveSingular συγκαθαρμόζωμαι συγκαθαρμόζῃ συγκαθαρμόζηται
Dual συγκαθαρμόζησθον συγκαθαρμόζησθον
Plural συγκαθαρμοζώμεθα συγκαθαρμόζησθε συγκαθαρμόζωνται
OptativeSingular συγκαθαρμοζοίμην συγκαθαρμόζοιο συγκαθαρμόζοιτο
Dual συγκαθαρμόζοισθον συγκαθαρμοζοίσθην
Plural συγκαθαρμοζοίμεθα συγκαθαρμόζοισθε συγκαθαρμόζοιντο
ImperativeSingular συγκαθαρμόζου συγκαθαρμοζέσθω
Dual συγκαθαρμόζεσθον συγκαθαρμοζέσθων
Plural συγκαθαρμόζεσθε συγκαθαρμοζέσθων, συγκαθαρμοζέσθωσαν
Infinitive συγκαθαρμόζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαθαρμοζομενος συγκαθαρμοζομενου συγκαθαρμοζομενη συγκαθαρμοζομενης συγκαθαρμοζομενον συγκαθαρμοζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to join in composing the limbs

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION