Ancient Greek-English Dictionary Language

στυράκινος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: στυράκινος στυράκινη στυράκινον

Structure: στυρακιν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: stu/rac

Sense

  1. made of the wood of the tree

Examples

  • ἔλαβε δὲ ἑαυτῷ Ἰακὼβ ράβδον στυρακίνην χλωρὰν καὶ καρυί̈νην καὶ πλατάνου, καὶ ἐλέπισεν αὐτὰσ Ἰακὼβ λεπίσματα λευκὰ περισύρων τὸ χλωρόν. ἐφαίνετο δὲ ἐπὶ ταῖσ ράβδοισ τὸ λευκόν, ὃ ἐλέπισε, ποικίλον. (Septuagint, Liber Genesis 30:37)
  • πλεῖστοσ δ’ ὁ στύραξ φύεται παρ’ αὐτοῖσ, δένδρον οὐ μέγα ὀρθηλόν, ἀφ’ οὗ καὶ τὰ στυράκινα ἀκοντίσματα, ἐοικότα τοῖσ κρανεί̈νοισ· (Strabo, Geography, Book 12, chapter 7 5:8)

Synonyms

  1. made of the wood of the tree

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION