헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στυγνάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στυγνάζω στυγνάσω

형태분석: στυγνάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 어둡다, 희미하다, 어두컴컴하다
  1. to look gloomy, be sorrowful, to be gloomy, lowering

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στυγνάζω

(나는) 어둡다

στυγνάζεις

(너는) 어둡다

στυγνάζει

(그는) 어둡다

쌍수 στυγνάζετον

(너희 둘은) 어둡다

στυγνάζετον

(그 둘은) 어둡다

복수 στυγνάζομεν

(우리는) 어둡다

στυγνάζετε

(너희는) 어둡다

στυγνάζουσιν*

(그들은) 어둡다

접속법단수 στυγνάζω

(나는) 어둡자

στυγνάζῃς

(너는) 어둡자

στυγνάζῃ

(그는) 어둡자

쌍수 στυγνάζητον

(너희 둘은) 어둡자

στυγνάζητον

(그 둘은) 어둡자

복수 στυγνάζωμεν

(우리는) 어둡자

στυγνάζητε

(너희는) 어둡자

στυγνάζωσιν*

(그들은) 어둡자

기원법단수 στυγνάζοιμι

(나는) 어둡기를 (바라다)

στυγνάζοις

(너는) 어둡기를 (바라다)

στυγνάζοι

(그는) 어둡기를 (바라다)

쌍수 στυγνάζοιτον

(너희 둘은) 어둡기를 (바라다)

στυγναζοίτην

(그 둘은) 어둡기를 (바라다)

복수 στυγνάζοιμεν

(우리는) 어둡기를 (바라다)

στυγνάζοιτε

(너희는) 어둡기를 (바라다)

στυγνάζοιεν

(그들은) 어둡기를 (바라다)

명령법단수 στύγναζε

(너는) 어두워라

στυγναζέτω

(그는) 어두워라

쌍수 στυγνάζετον

(너희 둘은) 어두워라

στυγναζέτων

(그 둘은) 어두워라

복수 στυγνάζετε

(너희는) 어두워라

στυγναζόντων, στυγναζέτωσαν

(그들은) 어두워라

부정사 στυγνάζειν

어둡는 것

분사 남성여성중성
στυγναζων

στυγναζοντος

στυγναζουσα

στυγναζουσης

στυγναζον

στυγναζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στυγνάζομαι

(나는) 어두워지다

στυγνάζει, στυγνάζῃ

(너는) 어두워지다

στυγνάζεται

(그는) 어두워지다

쌍수 στυγνάζεσθον

(너희 둘은) 어두워지다

στυγνάζεσθον

(그 둘은) 어두워지다

복수 στυγναζόμεθα

(우리는) 어두워지다

στυγνάζεσθε

(너희는) 어두워지다

στυγνάζονται

(그들은) 어두워지다

접속법단수 στυγνάζωμαι

(나는) 어두워지자

στυγνάζῃ

(너는) 어두워지자

στυγνάζηται

(그는) 어두워지자

쌍수 στυγνάζησθον

(너희 둘은) 어두워지자

στυγνάζησθον

(그 둘은) 어두워지자

복수 στυγναζώμεθα

(우리는) 어두워지자

στυγνάζησθε

(너희는) 어두워지자

στυγνάζωνται

(그들은) 어두워지자

기원법단수 στυγναζοίμην

(나는) 어두워지기를 (바라다)

στυγνάζοιο

(너는) 어두워지기를 (바라다)

στυγνάζοιτο

(그는) 어두워지기를 (바라다)

쌍수 στυγνάζοισθον

(너희 둘은) 어두워지기를 (바라다)

στυγναζοίσθην

(그 둘은) 어두워지기를 (바라다)

복수 στυγναζοίμεθα

(우리는) 어두워지기를 (바라다)

στυγνάζοισθε

(너희는) 어두워지기를 (바라다)

στυγνάζοιντο

(그들은) 어두워지기를 (바라다)

명령법단수 στυγνάζου

(너는) 어두워져라

στυγναζέσθω

(그는) 어두워져라

쌍수 στυγνάζεσθον

(너희 둘은) 어두워져라

στυγναζέσθων

(그 둘은) 어두워져라

복수 στυγνάζεσθε

(너희는) 어두워져라

στυγναζέσθων, στυγναζέσθωσαν

(그들은) 어두워져라

부정사 στυγνάζεσθαι

어두워지는 것

분사 남성여성중성
στυγναζομενος

στυγναζομενου

στυγναζομενη

στυγναζομενης

στυγναζομενον

στυγναζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στυγνάσω

(나는) 어둡겠다

στυγνάσεις

(너는) 어둡겠다

στυγνάσει

(그는) 어둡겠다

쌍수 στυγνάσετον

(너희 둘은) 어둡겠다

στυγνάσετον

(그 둘은) 어둡겠다

복수 στυγνάσομεν

(우리는) 어둡겠다

στυγνάσετε

(너희는) 어둡겠다

στυγνάσουσιν*

(그들은) 어둡겠다

기원법단수 στυγνάσοιμι

(나는) 어둡겠기를 (바라다)

στυγνάσοις

(너는) 어둡겠기를 (바라다)

στυγνάσοι

(그는) 어둡겠기를 (바라다)

쌍수 στυγνάσοιτον

(너희 둘은) 어둡겠기를 (바라다)

στυγνασοίτην

(그 둘은) 어둡겠기를 (바라다)

복수 στυγνάσοιμεν

(우리는) 어둡겠기를 (바라다)

στυγνάσοιτε

(너희는) 어둡겠기를 (바라다)

στυγνάσοιεν

(그들은) 어둡겠기를 (바라다)

부정사 στυγνάσειν

어두울 것

분사 남성여성중성
στυγνασων

στυγνασοντος

στυγνασουσα

στυγνασουσης

στυγνασον

στυγνασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στυγνάσομαι

(나는) 어두워지겠다

στυγνάσει, στυγνάσῃ

(너는) 어두워지겠다

στυγνάσεται

(그는) 어두워지겠다

쌍수 στυγνάσεσθον

(너희 둘은) 어두워지겠다

στυγνάσεσθον

(그 둘은) 어두워지겠다

복수 στυγνασόμεθα

(우리는) 어두워지겠다

στυγνάσεσθε

(너희는) 어두워지겠다

στυγνάσονται

(그들은) 어두워지겠다

기원법단수 στυγνασοίμην

(나는) 어두워지겠기를 (바라다)

στυγνάσοιο

(너는) 어두워지겠기를 (바라다)

στυγνάσοιτο

(그는) 어두워지겠기를 (바라다)

쌍수 στυγνάσοισθον

(너희 둘은) 어두워지겠기를 (바라다)

στυγνασοίσθην

(그 둘은) 어두워지겠기를 (바라다)

복수 στυγνασοίμεθα

(우리는) 어두워지겠기를 (바라다)

στυγνάσοισθε

(너희는) 어두워지겠기를 (바라다)

στυγνάσοιντο

(그들은) 어두워지겠기를 (바라다)

부정사 στυγνάσεσθαι

어두워질 것

분사 남성여성중성
στυγνασομενος

στυγνασομενου

στυγνασομενη

στυγνασομενης

στυγνασομενον

στυγνασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστύγναζον

(나는) 어둡고 있었다

ἐστύγναζες

(너는) 어둡고 있었다

ἐστύγναζεν*

(그는) 어둡고 있었다

쌍수 ἐστυγνάζετον

(너희 둘은) 어둡고 있었다

ἐστυγναζέτην

(그 둘은) 어둡고 있었다

복수 ἐστυγνάζομεν

(우리는) 어둡고 있었다

ἐστυγνάζετε

(너희는) 어둡고 있었다

ἐστύγναζον

(그들은) 어둡고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστυγναζόμην

(나는) 어두워지고 있었다

ἐστυγνάζου

(너는) 어두워지고 있었다

ἐστυγνάζετο

(그는) 어두워지고 있었다

쌍수 ἐστυγνάζεσθον

(너희 둘은) 어두워지고 있었다

ἐστυγναζέσθην

(그 둘은) 어두워지고 있었다

복수 ἐστυγναζόμεθα

(우리는) 어두워지고 있었다

ἐστυγνάζεσθε

(너희는) 어두워지고 있었다

ἐστυγνάζοντο

(그들은) 어두워지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 어둡다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION