헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στυφελίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στυφελίζω

형태분석: στυφελίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: stufelo/s

  1. 쫓아내다, 몰아내다, 추방하다, 지르다, 찔러 넣다
  2. 함부로 다루다, 혹사하다, 학대하다
  1. to strike hard, smite, to drive away, to thrust
  2. to treat roughly, misuse, maltreat

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στυφελίζω

(나는) 쫓아낸다

στυφελίζεις

(너는) 쫓아낸다

στυφελίζει

(그는) 쫓아낸다

쌍수 στυφελίζετον

(너희 둘은) 쫓아낸다

στυφελίζετον

(그 둘은) 쫓아낸다

복수 στυφελίζομεν

(우리는) 쫓아낸다

στυφελίζετε

(너희는) 쫓아낸다

στυφελίζουσιν*

(그들은) 쫓아낸다

접속법단수 στυφελίζω

(나는) 쫓아내자

στυφελίζῃς

(너는) 쫓아내자

στυφελίζῃ

(그는) 쫓아내자

쌍수 στυφελίζητον

(너희 둘은) 쫓아내자

στυφελίζητον

(그 둘은) 쫓아내자

복수 στυφελίζωμεν

(우리는) 쫓아내자

στυφελίζητε

(너희는) 쫓아내자

στυφελίζωσιν*

(그들은) 쫓아내자

기원법단수 στυφελίζοιμι

(나는) 쫓아내기를 (바라다)

στυφελίζοις

(너는) 쫓아내기를 (바라다)

στυφελίζοι

(그는) 쫓아내기를 (바라다)

쌍수 στυφελίζοιτον

(너희 둘은) 쫓아내기를 (바라다)

στυφελιζοίτην

(그 둘은) 쫓아내기를 (바라다)

복수 στυφελίζοιμεν

(우리는) 쫓아내기를 (바라다)

στυφελίζοιτε

(너희는) 쫓아내기를 (바라다)

στυφελίζοιεν

(그들은) 쫓아내기를 (바라다)

명령법단수 στυφέλιζε

(너는) 쫓아내어라

στυφελιζέτω

(그는) 쫓아내어라

쌍수 στυφελίζετον

(너희 둘은) 쫓아내어라

στυφελιζέτων

(그 둘은) 쫓아내어라

복수 στυφελίζετε

(너희는) 쫓아내어라

στυφελιζόντων, στυφελιζέτωσαν

(그들은) 쫓아내어라

부정사 στυφελίζειν

쫓아내는 것

분사 남성여성중성
στυφελιζων

στυφελιζοντος

στυφελιζουσα

στυφελιζουσης

στυφελιζον

στυφελιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στυφελίζομαι

(나는) 쫓아내여진다

στυφελίζει, στυφελίζῃ

(너는) 쫓아내여진다

στυφελίζεται

(그는) 쫓아내여진다

쌍수 στυφελίζεσθον

(너희 둘은) 쫓아내여진다

στυφελίζεσθον

(그 둘은) 쫓아내여진다

복수 στυφελιζόμεθα

(우리는) 쫓아내여진다

στυφελίζεσθε

(너희는) 쫓아내여진다

στυφελίζονται

(그들은) 쫓아내여진다

접속법단수 στυφελίζωμαι

(나는) 쫓아내여지자

στυφελίζῃ

(너는) 쫓아내여지자

στυφελίζηται

(그는) 쫓아내여지자

쌍수 στυφελίζησθον

(너희 둘은) 쫓아내여지자

στυφελίζησθον

(그 둘은) 쫓아내여지자

복수 στυφελιζώμεθα

(우리는) 쫓아내여지자

στυφελίζησθε

(너희는) 쫓아내여지자

στυφελίζωνται

(그들은) 쫓아내여지자

기원법단수 στυφελιζοίμην

(나는) 쫓아내여지기를 (바라다)

στυφελίζοιο

(너는) 쫓아내여지기를 (바라다)

στυφελίζοιτο

(그는) 쫓아내여지기를 (바라다)

쌍수 στυφελίζοισθον

(너희 둘은) 쫓아내여지기를 (바라다)

στυφελιζοίσθην

(그 둘은) 쫓아내여지기를 (바라다)

복수 στυφελιζοίμεθα

(우리는) 쫓아내여지기를 (바라다)

στυφελίζοισθε

(너희는) 쫓아내여지기를 (바라다)

στυφελίζοιντο

(그들은) 쫓아내여지기를 (바라다)

명령법단수 στυφελίζου

(너는) 쫓아내여져라

στυφελιζέσθω

(그는) 쫓아내여져라

쌍수 στυφελίζεσθον

(너희 둘은) 쫓아내여져라

στυφελιζέσθων

(그 둘은) 쫓아내여져라

복수 στυφελίζεσθε

(너희는) 쫓아내여져라

στυφελιζέσθων, στυφελιζέσθωσαν

(그들은) 쫓아내여져라

부정사 στυφελίζεσθαι

쫓아내여지는 것

분사 남성여성중성
στυφελιζομενος

στυφελιζομενου

στυφελιζομενη

στυφελιζομενης

στυφελιζομενον

στυφελιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστυφέλιζον

(나는) 쫓아내고 있었다

ἐστυφέλιζες

(너는) 쫓아내고 있었다

ἐστυφέλιζεν*

(그는) 쫓아내고 있었다

쌍수 ἐστυφελίζετον

(너희 둘은) 쫓아내고 있었다

ἐστυφελιζέτην

(그 둘은) 쫓아내고 있었다

복수 ἐστυφελίζομεν

(우리는) 쫓아내고 있었다

ἐστυφελίζετε

(너희는) 쫓아내고 있었다

ἐστυφέλιζον

(그들은) 쫓아내고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστυφελιζόμην

(나는) 쫓아내여지고 있었다

ἐστυφελίζου

(너는) 쫓아내여지고 있었다

ἐστυφελίζετο

(그는) 쫓아내여지고 있었다

쌍수 ἐστυφελίζεσθον

(너희 둘은) 쫓아내여지고 있었다

ἐστυφελιζέσθην

(그 둘은) 쫓아내여지고 있었다

복수 ἐστυφελιζόμεθα

(우리는) 쫓아내여지고 있었다

ἐστυφελίζεσθε

(너희는) 쫓아내여지고 있었다

ἐστυφελίζοντο

(그들은) 쫓아내여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ὅσοι δὲ ἐπὶ μίαν ἢ δύο ἡμέρασ εἴρια ἐπιδέειν δικαιοῦσι, τρίτῃ δὲ καὶ τετάρτῃ ὀθονίοισιν ἐπιδέοντεσ πιέζουσι καὶ κατατείνουσι τότε μάλιστα, οὗτοι πουλύ τι τῆσ ἰητρικῆσ καὶ κάρτα ἐπίκαιρον ἀσυνετέουσιν‧ ἥκιστα γὰρ χρὴ τῇ τρίτῃ καὶ τετάρτῃ στυφελίζειν πάντα τὰ τρώματα, ὡσ ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι‧ καὶ μηλώσιασ δὲ πάσασ φυλάσσεσθαι χρὴ ἐν ταύτῃσι τῇσιν ἡμέρῃσι, καὶ ὁκόσοισιν ἄλλοισι τρώμασιν ἠρέθισται. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 31.3)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 31.3)

  • μήτε τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε μήτε τιν’ ἄλλον δμώων, οἳ κατὰ δώματ’ Ὀδυσσῆοσ θείοιο. (Homer, Odyssey, Book 18 67:2)

    (호메로스, 오디세이아, Book 18 67:2)

  • μήτε τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε μήτε τιν’ ἄλλον δμώων, οἳ κατὰ δώματ’ Ὀδυσσῆοσ θείοιο. (Homer, Odyssey, Book 20 54:2)

    (호메로스, 오디세이아, Book 20 54:2)

  • οὐ γὰρ ἐοίκεν ἀθάνατον θεὸν ὧδε βροτῶν ἕνεκα στυφελίζειν. (Homer, Iliad, Book 21 30:3)

    (호메로스, 일리아스, Book 21 30:3)

유의어

  1. 쫓아내다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION