Ancient Greek-English Dictionary Language

στοιχηγορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: στοιχηγορέω στοιχηγορήσω

Structure: στοιχηγορέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to tell in regular order

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στοιχηγόρω στοιχηγόρεις στοιχηγόρει
Dual στοιχηγόρειτον στοιχηγόρειτον
Plural στοιχηγόρουμεν στοιχηγόρειτε στοιχηγόρουσιν*
SubjunctiveSingular στοιχηγόρω στοιχηγόρῃς στοιχηγόρῃ
Dual στοιχηγόρητον στοιχηγόρητον
Plural στοιχηγόρωμεν στοιχηγόρητε στοιχηγόρωσιν*
OptativeSingular στοιχηγόροιμι στοιχηγόροις στοιχηγόροι
Dual στοιχηγόροιτον στοιχηγοροίτην
Plural στοιχηγόροιμεν στοιχηγόροιτε στοιχηγόροιεν
ImperativeSingular στοιχηγο͂ρει στοιχηγορεῖτω
Dual στοιχηγόρειτον στοιχηγορεῖτων
Plural στοιχηγόρειτε στοιχηγοροῦντων, στοιχηγορεῖτωσαν
Infinitive στοιχηγόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
στοιχηγορων στοιχηγορουντος στοιχηγορουσα στοιχηγορουσης στοιχηγορουν στοιχηγορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στοιχηγόρουμαι στοιχηγόρει, στοιχηγόρῃ στοιχηγόρειται
Dual στοιχηγόρεισθον στοιχηγόρεισθον
Plural στοιχηγοροῦμεθα στοιχηγόρεισθε στοιχηγόρουνται
SubjunctiveSingular στοιχηγόρωμαι στοιχηγόρῃ στοιχηγόρηται
Dual στοιχηγόρησθον στοιχηγόρησθον
Plural στοιχηγορώμεθα στοιχηγόρησθε στοιχηγόρωνται
OptativeSingular στοιχηγοροίμην στοιχηγόροιο στοιχηγόροιτο
Dual στοιχηγόροισθον στοιχηγοροίσθην
Plural στοιχηγοροίμεθα στοιχηγόροισθε στοιχηγόροιντο
ImperativeSingular στοιχηγόρου στοιχηγορεῖσθω
Dual στοιχηγόρεισθον στοιχηγορεῖσθων
Plural στοιχηγόρεισθε στοιχηγορεῖσθων, στοιχηγορεῖσθωσαν
Infinitive στοιχηγόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στοιχηγορουμενος στοιχηγορουμενου στοιχηγορουμενη στοιχηγορουμενης στοιχηγορουμενον στοιχηγορουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στοιχηγορήσω στοιχηγορήσεις στοιχηγορήσει
Dual στοιχηγορήσετον στοιχηγορήσετον
Plural στοιχηγορήσομεν στοιχηγορήσετε στοιχηγορήσουσιν*
OptativeSingular στοιχηγορήσοιμι στοιχηγορήσοις στοιχηγορήσοι
Dual στοιχηγορήσοιτον στοιχηγορησοίτην
Plural στοιχηγορήσοιμεν στοιχηγορήσοιτε στοιχηγορήσοιεν
Infinitive στοιχηγορήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
στοιχηγορησων στοιχηγορησοντος στοιχηγορησουσα στοιχηγορησουσης στοιχηγορησον στοιχηγορησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στοιχηγορήσομαι στοιχηγορήσει, στοιχηγορήσῃ στοιχηγορήσεται
Dual στοιχηγορήσεσθον στοιχηγορήσεσθον
Plural στοιχηγορησόμεθα στοιχηγορήσεσθε στοιχηγορήσονται
OptativeSingular στοιχηγορησοίμην στοιχηγορήσοιο στοιχηγορήσοιτο
Dual στοιχηγορήσοισθον στοιχηγορησοίσθην
Plural στοιχηγορησοίμεθα στοιχηγορήσοισθε στοιχηγορήσοιντο
Infinitive στοιχηγορήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στοιχηγορησομενος στοιχηγορησομενου στοιχηγορησομενη στοιχηγορησομενης στοιχηγορησομενον στοιχηγορησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION