헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στοιβάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στοιβάζω στοιβάσω

형태분석: στοιβάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 쌓아올리다, 쌓다, 많아지다
  1. to pile up, pack together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στοιβάζω

(나는) 쌓아올린다

στοιβάζεις

(너는) 쌓아올린다

στοιβάζει

(그는) 쌓아올린다

쌍수 στοιβάζετον

(너희 둘은) 쌓아올린다

στοιβάζετον

(그 둘은) 쌓아올린다

복수 στοιβάζομεν

(우리는) 쌓아올린다

στοιβάζετε

(너희는) 쌓아올린다

στοιβάζουσιν*

(그들은) 쌓아올린다

접속법단수 στοιβάζω

(나는) 쌓아올리자

στοιβάζῃς

(너는) 쌓아올리자

στοιβάζῃ

(그는) 쌓아올리자

쌍수 στοιβάζητον

(너희 둘은) 쌓아올리자

στοιβάζητον

(그 둘은) 쌓아올리자

복수 στοιβάζωμεν

(우리는) 쌓아올리자

στοιβάζητε

(너희는) 쌓아올리자

στοιβάζωσιν*

(그들은) 쌓아올리자

기원법단수 στοιβάζοιμι

(나는) 쌓아올리기를 (바라다)

στοιβάζοις

(너는) 쌓아올리기를 (바라다)

στοιβάζοι

(그는) 쌓아올리기를 (바라다)

쌍수 στοιβάζοιτον

(너희 둘은) 쌓아올리기를 (바라다)

στοιβαζοίτην

(그 둘은) 쌓아올리기를 (바라다)

복수 στοιβάζοιμεν

(우리는) 쌓아올리기를 (바라다)

στοιβάζοιτε

(너희는) 쌓아올리기를 (바라다)

στοιβάζοιεν

(그들은) 쌓아올리기를 (바라다)

명령법단수 στοίβαζε

(너는) 쌓아올려라

στοιβαζέτω

(그는) 쌓아올려라

쌍수 στοιβάζετον

(너희 둘은) 쌓아올려라

στοιβαζέτων

(그 둘은) 쌓아올려라

복수 στοιβάζετε

(너희는) 쌓아올려라

στοιβαζόντων, στοιβαζέτωσαν

(그들은) 쌓아올려라

부정사 στοιβάζειν

쌓아올리는 것

분사 남성여성중성
στοιβαζων

στοιβαζοντος

στοιβαζουσα

στοιβαζουσης

στοιβαζον

στοιβαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στοιβάζομαι

(나는) 쌓아올려진다

στοιβάζει, στοιβάζῃ

(너는) 쌓아올려진다

στοιβάζεται

(그는) 쌓아올려진다

쌍수 στοιβάζεσθον

(너희 둘은) 쌓아올려진다

στοιβάζεσθον

(그 둘은) 쌓아올려진다

복수 στοιβαζόμεθα

(우리는) 쌓아올려진다

στοιβάζεσθε

(너희는) 쌓아올려진다

στοιβάζονται

(그들은) 쌓아올려진다

접속법단수 στοιβάζωμαι

(나는) 쌓아올려지자

στοιβάζῃ

(너는) 쌓아올려지자

στοιβάζηται

(그는) 쌓아올려지자

쌍수 στοιβάζησθον

(너희 둘은) 쌓아올려지자

στοιβάζησθον

(그 둘은) 쌓아올려지자

복수 στοιβαζώμεθα

(우리는) 쌓아올려지자

στοιβάζησθε

(너희는) 쌓아올려지자

στοιβάζωνται

(그들은) 쌓아올려지자

기원법단수 στοιβαζοίμην

(나는) 쌓아올려지기를 (바라다)

στοιβάζοιο

(너는) 쌓아올려지기를 (바라다)

στοιβάζοιτο

(그는) 쌓아올려지기를 (바라다)

쌍수 στοιβάζοισθον

(너희 둘은) 쌓아올려지기를 (바라다)

στοιβαζοίσθην

(그 둘은) 쌓아올려지기를 (바라다)

복수 στοιβαζοίμεθα

(우리는) 쌓아올려지기를 (바라다)

στοιβάζοισθε

(너희는) 쌓아올려지기를 (바라다)

στοιβάζοιντο

(그들은) 쌓아올려지기를 (바라다)

명령법단수 στοιβάζου

(너는) 쌓아올려져라

στοιβαζέσθω

(그는) 쌓아올려져라

쌍수 στοιβάζεσθον

(너희 둘은) 쌓아올려져라

στοιβαζέσθων

(그 둘은) 쌓아올려져라

복수 στοιβάζεσθε

(너희는) 쌓아올려져라

στοιβαζέσθων, στοιβαζέσθωσαν

(그들은) 쌓아올려져라

부정사 στοιβάζεσθαι

쌓아올려지는 것

분사 남성여성중성
στοιβαζομενος

στοιβαζομενου

στοιβαζομενη

στοιβαζομενης

στοιβαζομενον

στοιβαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στοιβάσω

(나는) 쌓아올리겠다

στοιβάσεις

(너는) 쌓아올리겠다

στοιβάσει

(그는) 쌓아올리겠다

쌍수 στοιβάσετον

(너희 둘은) 쌓아올리겠다

στοιβάσετον

(그 둘은) 쌓아올리겠다

복수 στοιβάσομεν

(우리는) 쌓아올리겠다

στοιβάσετε

(너희는) 쌓아올리겠다

στοιβάσουσιν*

(그들은) 쌓아올리겠다

기원법단수 στοιβάσοιμι

(나는) 쌓아올리겠기를 (바라다)

στοιβάσοις

(너는) 쌓아올리겠기를 (바라다)

στοιβάσοι

(그는) 쌓아올리겠기를 (바라다)

쌍수 στοιβάσοιτον

(너희 둘은) 쌓아올리겠기를 (바라다)

στοιβασοίτην

(그 둘은) 쌓아올리겠기를 (바라다)

복수 στοιβάσοιμεν

(우리는) 쌓아올리겠기를 (바라다)

στοιβάσοιτε

(너희는) 쌓아올리겠기를 (바라다)

στοιβάσοιεν

(그들은) 쌓아올리겠기를 (바라다)

부정사 στοιβάσειν

쌓아올릴 것

분사 남성여성중성
στοιβασων

στοιβασοντος

στοιβασουσα

στοιβασουσης

στοιβασον

στοιβασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στοιβάσομαι

(나는) 쌓아올려지겠다

στοιβάσει, στοιβάσῃ

(너는) 쌓아올려지겠다

στοιβάσεται

(그는) 쌓아올려지겠다

쌍수 στοιβάσεσθον

(너희 둘은) 쌓아올려지겠다

στοιβάσεσθον

(그 둘은) 쌓아올려지겠다

복수 στοιβασόμεθα

(우리는) 쌓아올려지겠다

στοιβάσεσθε

(너희는) 쌓아올려지겠다

στοιβάσονται

(그들은) 쌓아올려지겠다

기원법단수 στοιβασοίμην

(나는) 쌓아올려지겠기를 (바라다)

στοιβάσοιο

(너는) 쌓아올려지겠기를 (바라다)

στοιβάσοιτο

(그는) 쌓아올려지겠기를 (바라다)

쌍수 στοιβάσοισθον

(너희 둘은) 쌓아올려지겠기를 (바라다)

στοιβασοίσθην

(그 둘은) 쌓아올려지겠기를 (바라다)

복수 στοιβασοίμεθα

(우리는) 쌓아올려지겠기를 (바라다)

στοιβάσοισθε

(너희는) 쌓아올려지겠기를 (바라다)

στοιβάσοιντο

(그들은) 쌓아올려지겠기를 (바라다)

부정사 στοιβάσεσθαι

쌓아올려질 것

분사 남성여성중성
στοιβασομενος

στοιβασομενου

στοιβασομενη

στοιβασομενης

στοιβασομενον

στοιβασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστοίβαζον

(나는) 쌓아올리고 있었다

ἐστοίβαζες

(너는) 쌓아올리고 있었다

ἐστοίβαζεν*

(그는) 쌓아올리고 있었다

쌍수 ἐστοιβάζετον

(너희 둘은) 쌓아올리고 있었다

ἐστοιβαζέτην

(그 둘은) 쌓아올리고 있었다

복수 ἐστοιβάζομεν

(우리는) 쌓아올리고 있었다

ἐστοιβάζετε

(너희는) 쌓아올리고 있었다

ἐστοίβαζον

(그들은) 쌓아올리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστοιβαζόμην

(나는) 쌓아올려지고 있었다

ἐστοιβάζου

(너는) 쌓아올려지고 있었다

ἐστοιβάζετο

(그는) 쌓아올려지고 있었다

쌍수 ἐστοιβάζεσθον

(너희 둘은) 쌓아올려지고 있었다

ἐστοιβαζέσθην

(그 둘은) 쌓아올려지고 있었다

복수 ἐστοιβαζόμεθα

(우리는) 쌓아올려지고 있었다

ἐστοιβάζεσθε

(너희는) 쌓아올려지고 있었다

ἐστοιβάζοντο

(그들은) 쌓아올려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 쌓아올리다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION