Ancient Greek-English Dictionary Language

στιγματηφορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: στιγματηφορέω στιγματηφορήσω

Structure: στιγματηφορέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from stigmathfo/ros

Sense

  1. to bear tattoo-marks

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στιγματηφόρω στιγματηφόρεις στιγματηφόρει
Dual στιγματηφόρειτον στιγματηφόρειτον
Plural στιγματηφόρουμεν στιγματηφόρειτε στιγματηφόρουσιν*
SubjunctiveSingular στιγματηφόρω στιγματηφόρῃς στιγματηφόρῃ
Dual στιγματηφόρητον στιγματηφόρητον
Plural στιγματηφόρωμεν στιγματηφόρητε στιγματηφόρωσιν*
OptativeSingular στιγματηφόροιμι στιγματηφόροις στιγματηφόροι
Dual στιγματηφόροιτον στιγματηφοροίτην
Plural στιγματηφόροιμεν στιγματηφόροιτε στιγματηφόροιεν
ImperativeSingular στιγματηφο͂ρει στιγματηφορεῖτω
Dual στιγματηφόρειτον στιγματηφορεῖτων
Plural στιγματηφόρειτε στιγματηφοροῦντων, στιγματηφορεῖτωσαν
Infinitive στιγματηφόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
στιγματηφορων στιγματηφορουντος στιγματηφορουσα στιγματηφορουσης στιγματηφορουν στιγματηφορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στιγματηφόρουμαι στιγματηφόρει, στιγματηφόρῃ στιγματηφόρειται
Dual στιγματηφόρεισθον στιγματηφόρεισθον
Plural στιγματηφοροῦμεθα στιγματηφόρεισθε στιγματηφόρουνται
SubjunctiveSingular στιγματηφόρωμαι στιγματηφόρῃ στιγματηφόρηται
Dual στιγματηφόρησθον στιγματηφόρησθον
Plural στιγματηφορώμεθα στιγματηφόρησθε στιγματηφόρωνται
OptativeSingular στιγματηφοροίμην στιγματηφόροιο στιγματηφόροιτο
Dual στιγματηφόροισθον στιγματηφοροίσθην
Plural στιγματηφοροίμεθα στιγματηφόροισθε στιγματηφόροιντο
ImperativeSingular στιγματηφόρου στιγματηφορεῖσθω
Dual στιγματηφόρεισθον στιγματηφορεῖσθων
Plural στιγματηφόρεισθε στιγματηφορεῖσθων, στιγματηφορεῖσθωσαν
Infinitive στιγματηφόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στιγματηφορουμενος στιγματηφορουμενου στιγματηφορουμενη στιγματηφορουμενης στιγματηφορουμενον στιγματηφορουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στιγματηφορήσω στιγματηφορήσεις στιγματηφορήσει
Dual στιγματηφορήσετον στιγματηφορήσετον
Plural στιγματηφορήσομεν στιγματηφορήσετε στιγματηφορήσουσιν*
OptativeSingular στιγματηφορήσοιμι στιγματηφορήσοις στιγματηφορήσοι
Dual στιγματηφορήσοιτον στιγματηφορησοίτην
Plural στιγματηφορήσοιμεν στιγματηφορήσοιτε στιγματηφορήσοιεν
Infinitive στιγματηφορήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
στιγματηφορησων στιγματηφορησοντος στιγματηφορησουσα στιγματηφορησουσης στιγματηφορησον στιγματηφορησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στιγματηφορήσομαι στιγματηφορήσει, στιγματηφορήσῃ στιγματηφορήσεται
Dual στιγματηφορήσεσθον στιγματηφορήσεσθον
Plural στιγματηφορησόμεθα στιγματηφορήσεσθε στιγματηφορήσονται
OptativeSingular στιγματηφορησοίμην στιγματηφορήσοιο στιγματηφορήσοιτο
Dual στιγματηφορήσοισθον στιγματηφορησοίσθην
Plural στιγματηφορησοίμεθα στιγματηφορήσοισθε στιγματηφορήσοιντο
Infinitive στιγματηφορήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στιγματηφορησομενος στιγματηφορησομενου στιγματηφορησομενη στιγματηφορησομενης στιγματηφορησομενον στιγματηφορησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION