Ancient Greek-English Dictionary Language

στελεόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: στελεόω στελεώσω

Structure: στελεό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from steleo/n

Sense

  1. to furnish with a handle

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στελέω στελέοις στελέοι
Dual στελέουτον στελέουτον
Plural στελέουμεν στελέουτε στελέουσιν*
SubjunctiveSingular στελέω στελέοις στελέοι
Dual στελέωτον στελέωτον
Plural στελέωμεν στελέωτε στελέωσιν*
OptativeSingular στελέοιμι στελέοις στελέοι
Dual στελέοιτον στελεοίτην
Plural στελέοιμεν στελέοιτε στελέοιεν
ImperativeSingular στελε͂ου στελεοῦτω
Dual στελέουτον στελεοῦτων
Plural στελέουτε στελεοῦντων, στελεοῦτωσαν
Infinitive στελέουν
Participle MasculineFeminineNeuter
στελεων στελεουντος στελεουσα στελεουσης στελεουν στελεουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στελέουμαι στελέοι στελέουται
Dual στελέουσθον στελέουσθον
Plural στελεοῦμεθα στελέουσθε στελέουνται
SubjunctiveSingular στελέωμαι στελέοι στελέωται
Dual στελέωσθον στελέωσθον
Plural στελεώμεθα στελέωσθε στελέωνται
OptativeSingular στελεοίμην στελέοιο στελέοιτο
Dual στελέοισθον στελεοίσθην
Plural στελεοίμεθα στελέοισθε στελέοιντο
ImperativeSingular στελέου στελεοῦσθω
Dual στελέουσθον στελεοῦσθων
Plural στελέουσθε στελεοῦσθων, στελεοῦσθωσαν
Infinitive στελέουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στελεουμενος στελεουμενου στελεουμενη στελεουμενης στελεουμενον στελεουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION