고전 발음: [] 신약 발음: []
기본형: σποραδικός σποραδική σποραδικόν
남성 | 여성 | 중성 | ||
---|---|---|---|---|
단수 | 주격 | σποραδικός 뿌려진 (이)가 | σποραδική 뿌려진 (이)가 | σποραδικόν 뿌려진 (것)가 |
속격 | σποραδικοῦ 뿌려진 (이)의 | σποραδικῆς 뿌려진 (이)의 | σποραδικοῦ 뿌려진 (것)의 | |
여격 | σποραδικῷ 뿌려진 (이)에게 | σποραδικῇ 뿌려진 (이)에게 | σποραδικῷ 뿌려진 (것)에게 | |
대격 | σποραδικόν 뿌려진 (이)를 | σποραδικήν 뿌려진 (이)를 | σποραδικόν 뿌려진 (것)를 | |
호격 | σποραδικέ 뿌려진 (이)야 | σποραδική 뿌려진 (이)야 | σποραδικόν 뿌려진 (것)야 | |
쌍수 | 주/대/호 | σποραδικώ 뿌려진 (이)들이 | σποραδικᾱ́ 뿌려진 (이)들이 | σποραδικώ 뿌려진 (것)들이 |
속/여 | σποραδικοῖν 뿌려진 (이)들의 | σποραδικαῖν 뿌려진 (이)들의 | σποραδικοῖν 뿌려진 (것)들의 | |
복수 | 주격 | σποραδικοί 뿌려진 (이)들이 | σποραδικαί 뿌려진 (이)들이 | σποραδικά 뿌려진 (것)들이 |
속격 | σποραδικῶν 뿌려진 (이)들의 | σποραδικῶν 뿌려진 (이)들의 | σποραδικῶν 뿌려진 (것)들의 | |
여격 | σποραδικοῖς 뿌려진 (이)들에게 | σποραδικαῖς 뿌려진 (이)들에게 | σποραδικοῖς 뿌려진 (것)들에게 | |
대격 | σποραδικούς 뿌려진 (이)들을 | σποραδικᾱ́ς 뿌려진 (이)들을 | σποραδικά 뿌려진 (것)들을 | |
호격 | σποραδικοί 뿌려진 (이)들아 | σποραδικαί 뿌려진 (이)들아 | σποραδικά 뿌려진 (것)들아 |
원급 | 비교급 | 최상급 | |
---|---|---|---|
형용사 |
σποραδικός σποραδικοῦ 뿌려진 (이)의 |
σποραδικώτερος σποραδικωτεροῦ 더 뿌려진 (이)의 |
σποραδικώτατος σποραδικωτατοῦ 가장 뿌려진 (이)의 |
부사 | σποραδικώς | σποραδικώτερον | σποραδικώτατα |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기고전 발음: [] 신약 발음: []
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기