헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σμιλεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σμιλεύω

형태분석: σμιλεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from smi/_lh

  1. to carve finely.

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σμιλεύω

σμιλεύεις

σμιλεύει

쌍수 σμιλεύετον

σμιλεύετον

복수 σμιλεύομεν

σμιλεύετε

σμιλεύουσιν*

접속법단수 σμιλεύω

σμιλεύῃς

σμιλεύῃ

쌍수 σμιλεύητον

σμιλεύητον

복수 σμιλεύωμεν

σμιλεύητε

σμιλεύωσιν*

기원법단수 σμιλεύοιμι

σμιλεύοις

σμιλεύοι

쌍수 σμιλεύοιτον

σμιλευοίτην

복수 σμιλεύοιμεν

σμιλεύοιτε

σμιλεύοιεν

명령법단수 σμίλευε

σμιλευέτω

쌍수 σμιλεύετον

σμιλευέτων

복수 σμιλεύετε

σμιλευόντων, σμιλευέτωσαν

부정사 σμιλεύειν

분사 남성여성중성
σμιλευων

σμιλευοντος

σμιλευουσα

σμιλευουσης

σμιλευον

σμιλευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σμιλεύομαι

σμιλεύει, σμιλεύῃ

σμιλεύεται

쌍수 σμιλεύεσθον

σμιλεύεσθον

복수 σμιλευόμεθα

σμιλεύεσθε

σμιλεύονται

접속법단수 σμιλεύωμαι

σμιλεύῃ

σμιλεύηται

쌍수 σμιλεύησθον

σμιλεύησθον

복수 σμιλευώμεθα

σμιλεύησθε

σμιλεύωνται

기원법단수 σμιλευοίμην

σμιλεύοιο

σμιλεύοιτο

쌍수 σμιλεύοισθον

σμιλευοίσθην

복수 σμιλευοίμεθα

σμιλεύοισθε

σμιλεύοιντο

명령법단수 σμιλεύου

σμιλευέσθω

쌍수 σμιλεύεσθον

σμιλευέσθων

복수 σμιλεύεσθε

σμιλευέσθων, σμιλευέσθωσαν

부정사 σμιλεύεσθαι

분사 남성여성중성
σμιλευομενος

σμιλευομενου

σμιλευομενη

σμιλευομενης

σμιλευομενον

σμιλευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to carve finely

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION