Ancient Greek-English Dictionary Language

σκωπτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σκωπτικός σκωπτική σκωπτικόν

Structure: σκωπτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from skw/ptw

Sense

  1. mocking, jesting

Examples

  • ὁ μὲν γὰρ Δημοσθενικὸσ ἔξω παντὸσ ὠραϊσμοῦ καὶ παιδιᾶσ εἰσ δεινότητα καὶ σπουδὴν συνηγμένοσ οὐκ ἐλλυχνίων ὄδωδεν, ὥσπερ ὁ Πυθέασ ἔσκωπτεν, ἀλλ’ ὐδροποσίασ καὶ φροντίδων καὶ τῆσ λεγομένησ πικρίασ τοῦ τρόπου καὶ στυγνότητοσ, Κικέρων δὲ πολλαχοὺ τῷ σκωπτικῷ πρὸσ τὸ βωμολόχον ἐκφερόμενοσ καὶ πράγματα σπονδῆσ ἄξια γέλωτι καὶ παίδιᾷ κατειρωνευόμενοσ ἐν ταῖσ δίκαισ εἰσ τὸ χρειῶδεσ ἠφείδει τοῦ πρέποντοσ, ὥσπερ ἐν τῇ Καιλίου συνηγορίᾳ μηδὲν ἄτοπον ποιεῖν αὐτὸν ἐν τοσαύτῃ τρνφῇ καὶ πολυτελείᾳ ταῖσ ἡδοναῖσ χρώμενον· (Plutarch, Comparison of Demosthenes with Cicero, chapter 1 3:2)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION