Ancient Greek-English Dictionary Language

σκυταληφορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: σκυταληφορέω σκυταληφορήσω

Structure: σκυταληφορέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from skutalhfo/ros

Sense

  1. to carry a club

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σκυταληφόρω σκυταληφόρεις σκυταληφόρει
Dual σκυταληφόρειτον σκυταληφόρειτον
Plural σκυταληφόρουμεν σκυταληφόρειτε σκυταληφόρουσιν*
SubjunctiveSingular σκυταληφόρω σκυταληφόρῃς σκυταληφόρῃ
Dual σκυταληφόρητον σκυταληφόρητον
Plural σκυταληφόρωμεν σκυταληφόρητε σκυταληφόρωσιν*
OptativeSingular σκυταληφόροιμι σκυταληφόροις σκυταληφόροι
Dual σκυταληφόροιτον σκυταληφοροίτην
Plural σκυταληφόροιμεν σκυταληφόροιτε σκυταληφόροιεν
ImperativeSingular σκυταληφο͂ρει σκυταληφορεῖτω
Dual σκυταληφόρειτον σκυταληφορεῖτων
Plural σκυταληφόρειτε σκυταληφοροῦντων, σκυταληφορεῖτωσαν
Infinitive σκυταληφόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
σκυταληφορων σκυταληφορουντος σκυταληφορουσα σκυταληφορουσης σκυταληφορουν σκυταληφορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σκυταληφόρουμαι σκυταληφόρει, σκυταληφόρῃ σκυταληφόρειται
Dual σκυταληφόρεισθον σκυταληφόρεισθον
Plural σκυταληφοροῦμεθα σκυταληφόρεισθε σκυταληφόρουνται
SubjunctiveSingular σκυταληφόρωμαι σκυταληφόρῃ σκυταληφόρηται
Dual σκυταληφόρησθον σκυταληφόρησθον
Plural σκυταληφορώμεθα σκυταληφόρησθε σκυταληφόρωνται
OptativeSingular σκυταληφοροίμην σκυταληφόροιο σκυταληφόροιτο
Dual σκυταληφόροισθον σκυταληφοροίσθην
Plural σκυταληφοροίμεθα σκυταληφόροισθε σκυταληφόροιντο
ImperativeSingular σκυταληφόρου σκυταληφορεῖσθω
Dual σκυταληφόρεισθον σκυταληφορεῖσθων
Plural σκυταληφόρεισθε σκυταληφορεῖσθων, σκυταληφορεῖσθωσαν
Infinitive σκυταληφόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σκυταληφορουμενος σκυταληφορουμενου σκυταληφορουμενη σκυταληφορουμενης σκυταληφορουμενον σκυταληφορουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σκυταληφορήσω σκυταληφορήσεις σκυταληφορήσει
Dual σκυταληφορήσετον σκυταληφορήσετον
Plural σκυταληφορήσομεν σκυταληφορήσετε σκυταληφορήσουσιν*
OptativeSingular σκυταληφορήσοιμι σκυταληφορήσοις σκυταληφορήσοι
Dual σκυταληφορήσοιτον σκυταληφορησοίτην
Plural σκυταληφορήσοιμεν σκυταληφορήσοιτε σκυταληφορήσοιεν
Infinitive σκυταληφορήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
σκυταληφορησων σκυταληφορησοντος σκυταληφορησουσα σκυταληφορησουσης σκυταληφορησον σκυταληφορησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σκυταληφορήσομαι σκυταληφορήσει, σκυταληφορήσῃ σκυταληφορήσεται
Dual σκυταληφορήσεσθον σκυταληφορήσεσθον
Plural σκυταληφορησόμεθα σκυταληφορήσεσθε σκυταληφορήσονται
OptativeSingular σκυταληφορησοίμην σκυταληφορήσοιο σκυταληφορήσοιτο
Dual σκυταληφορήσοισθον σκυταληφορησοίσθην
Plural σκυταληφορησοίμεθα σκυταληφορήσοισθε σκυταληφορήσοιντο
Infinitive σκυταληφορήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σκυταληφορησομενος σκυταληφορησομενου σκυταληφορησομενη σκυταληφορησομενης σκυταληφορησομενον σκυταληφορησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τῶν δὲ κοινωνησάντων αὐτῷ τῆσ στρατείασ ἀπογόνουσ εἶναι τοὺσ Σίβασ, σύμβολα τοῦ γένουσ σώζοντασ τό τε δορὰσ ἀμπέχεσθαι, καθάπερ τὸν Ἡρακλέα, καὶ τὸ σκυταληφορεῖν καὶ ἐπικεκαῦσθαι βουσὶ καὶ ἡμιόνοισ ῥόπαλον. (Strabo, Geography, book 15, chapter 1 16:6)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION