헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκόλυμος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκόλυμος

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 카르둔, 아티초크
  1. thistle, an artichoke

예문

  • ἦμοσ δὲ σκόλυμόσ τ’ ἀνθεῖ καὶ ἠχέτα τέττιξ δενδρέῳ ἐφεζόμενοσ λιγυρὴν καταχεύετ’ ἀοιδὴν πυκνὸν ὑπὸ πτερύγων, θέρεοσ καματώδεοσ ὡρ́ῃ, τῆμοσ πιόταταί τ’ αἶγεσ καὶ οἶνοσ ἄριστοσ, μαχλόταται δὲ γυναῖκεσ, ἀφαυρότατοι δέ τοι ἄνδρεσ εἰσίν, ἐπεὶ κεφαλὴν καὶ γούνατα Σείριοσ ἄζει, αὐαλέοσ δέ τε χρὼσ ὑπὸ καύματοσ· (Hesiod, Works and Days, Book WD 65:1)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 65:1)

  • "ἔτνοσ, φακῆ, τάριχοσ, ἰχθύσ, γογγυλίσ, σκόροδον, κρέασ, θύννειον, ἅλμη, κρόμμυον, σκόλυμοσ, ἐλαία, κάππαρισ, βολβόσ, μύκησ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 607)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 607)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION