헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκιατροφέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκιατροφέω

형태분석: σκιατροφέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: tre/fw

  1. 여성화시키다, 나약하게 하다
  1. to rear in the shade, to keep in the shade, shun heat and labour
  2. to wear a shade, cover one's head, effeminate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκιατρόφω

σκιατρόφεις

σκιατρόφει

쌍수 σκιατρόφειτον

σκιατρόφειτον

복수 σκιατρόφουμεν

σκιατρόφειτε

σκιατρόφουσιν*

접속법단수 σκιατρόφω

σκιατρόφῃς

σκιατρόφῃ

쌍수 σκιατρόφητον

σκιατρόφητον

복수 σκιατρόφωμεν

σκιατρόφητε

σκιατρόφωσιν*

기원법단수 σκιατρόφοιμι

σκιατρόφοις

σκιατρόφοι

쌍수 σκιατρόφοιτον

σκιατροφοίτην

복수 σκιατρόφοιμεν

σκιατρόφοιτε

σκιατρόφοιεν

명령법단수 σκιατρο͂φει

σκιατροφεῖτω

쌍수 σκιατρόφειτον

σκιατροφεῖτων

복수 σκιατρόφειτε

σκιατροφοῦντων, σκιατροφεῖτωσαν

부정사 σκιατρόφειν

분사 남성여성중성
σκιατροφων

σκιατροφουντος

σκιατροφουσα

σκιατροφουσης

σκιατροφουν

σκιατροφουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκιατρόφουμαι

σκιατρόφει, σκιατρόφῃ

σκιατρόφειται

쌍수 σκιατρόφεισθον

σκιατρόφεισθον

복수 σκιατροφοῦμεθα

σκιατρόφεισθε

σκιατρόφουνται

접속법단수 σκιατρόφωμαι

σκιατρόφῃ

σκιατρόφηται

쌍수 σκιατρόφησθον

σκιατρόφησθον

복수 σκιατροφώμεθα

σκιατρόφησθε

σκιατρόφωνται

기원법단수 σκιατροφοίμην

σκιατρόφοιο

σκιατρόφοιτο

쌍수 σκιατρόφοισθον

σκιατροφοίσθην

복수 σκιατροφοίμεθα

σκιατρόφοισθε

σκιατρόφοιντο

명령법단수 σκιατρόφου

σκιατροφεῖσθω

쌍수 σκιατρόφεισθον

σκιατροφεῖσθων

복수 σκιατρόφεισθε

σκιατροφεῖσθων, σκιατροφεῖσθωσαν

부정사 σκιατρόφεισθαι

분사 남성여성중성
σκιατροφουμενος

σκιατροφουμενου

σκιατροφουμενη

σκιατροφουμενης

σκιατροφουμενον

σκιατροφουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION