헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκιᾱμαχίᾱ

명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκιᾱμαχίᾱ

  1. 정거장, 트라키아 여자, 트라키아 노예
  1. a fighting against a shadow: esp. a form of exercise with hands and feet
  2. (figuratively) fighting with a shadow, mock fight, beating the air

예문

  • τὸν δ’ ἀδολέσχην ἴσωσ ἂν ἡ πρὸσ τὸ γραφεῖον σκιαμαχία καὶ βοὴ τοῦ πλήθουσ ἀπερύκουσα α καθ’ ἡμέραν ἐλαφρότερον παρασκευάσειε τοῖσ συνοῦσιν, ὥσπερ οἱ κύνεσ εἰσ λίθουσ καὶ ξύλα τὸν θυμὸν ἀφέντεσ ἧττόν εἰσι χαλεποὶ τοῖσ ἀνθρώποισ. (Plutarch, De garrulitate, section 23 1:2)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 23 1:2)

  • πρὸσ τὸ γράφειν σκιαμαχία καὶ ἡ βοὴ τοῦ πλήθουσ ἀπερύκουσα καθ’ ἡμέραν ἐλαφρότερον παρασκευάσειε τοῖσ συνοῦσιν, ὥσπερ οἱ κύνεσ εἰσ λίθουσ καὶ ξύλα τὸν θυμὸν ἀφέντεσ ἧττόν εἰσι χαλεποὶ τοῖσ ἀνθρώποισ. (Plutarch, De garrulitate, section 23 3:1)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 23 3:1)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION