- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκευοποιός?

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: skeuopoios 고전 발음: [께워뽀] 신약 발음: [께워쀠오]

기본형: σκευοποιός σκευοποιοῦ

형태분석: σκευοποι (어간) + ος (어미)

어원: ποιέω

  1. a maker of masks and other stage-properties

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ γάρ ἐστιν ἐξῃκασμένος, ὑπὸ τοῦ δέους γὰρ αὐτὸν οὐδεὶς ἤθελεν τῶν σκευοποιῶν εἰκάσαι. (Aristotle, Prologue 6:13)

    (아리스토텔레스, Prologue 6:13)

  • "πολλῶν δὲ γεγονότων εὐδοκίμων τεχνιτῶν, οὔθ ὑπόδημα δημιουργὸς οὔτε προσωπεῖον σκευοποιὸς οὔτε τις ἱμάτιον ἅμα ταὐτὸν ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ καὶ μειρακίῳ καὶ γέροντι καὶ οἰκότριβι πρέπον ἐποίησεν: (Plutarch, Comparationis Aristophanis et Menandri compendium, section 23)

    (플루타르코스, Comparationis Aristophanis et Menandri compendium, section 23)

  • "ἃ γὰρ οὐδεὶς σκευοποιὸς ἢ πλάστης θαυμάτων ἢ γραφεὺς δεινὸς ἐτόλμησε μῖξαι πρὸς ἀπάτην εἰκάσματα καὶ παίγνια, ταῦθ ὑπάρχειν ἀπὸ σπουδῆς τιθέμενοι, μᾶλλον δ ὅλως, εἰ ταῦτα μὴ ὑπάρχοι, πίστιν οἴχεσθαι καὶ βεβαιότητα καὶ κρίσιν ἀληθείας φάσκοντες αὐτοὶ καταβάλλουσιν εἰς ἀσάφειαν πάντα πράγματα καὶ ταῖς κρίσεσι φόβους καὶ ταῖς πράξεσιν ὑποψίας ἐπάγουσιν, εἰ τὰ πραττόμενα καὶ νομιζόμενα καὶ συνήθη καὶ ἀνὰ χεῖρας ἡμῖν ἐπὶ τῆς: (Plutarch, Adversus Colotem, section 28 1:4)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 28 1:4)

  • ἐκαλοῦντο δ οἱ μετιόντες τὴν τοιαύτην παιδιὰν παρὰ τοῖς Λάκωσι δεικηλισταί, ὡς ἄν τις σκευοποιοὺς εἴπῃ καὶ μιμητάς. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 15 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 15 1:4)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION